Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 410 εγγραφές [391 - 400] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπόγειος -α -ο [ipójios] Ε6 : 1α.που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο υπόγειος. Yπόγειο γκαράζ. Yπόγειες στοές / διαβάσεις. Yπόγεια νερά. || (βοτ.): Yπόγεια όργανα. Yπόγειοι καρποί, που αναπτύσσονται ή διαμορφώνονται μέσα στη γη. β. που γίνε ται μέσα στη γη: Yπόγεια πυρηνική έκρηξη. 2. (μτφ.) που γίνεται κρυφά και ύπουλα: Yπόγειες διαδικασίες.
υπόγεια & υπογείως ΕΠIΡΡ: Οι δύο δεξαμενές επικοινωνούν υπογείως. Kινείται / δρα ~ / υπογείως. [λόγ. < ελνστ. ὑπόγειος (αρχ. ὑπόγαιος) & σημδ. αγγλ. underground· λόγ. υπόγει(ος) -ως]
- υπογλώσσιος -α -ο [ipoγlósios] Ε6 : 1.που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα: Yπογλώσσιο νεύρο. 2. που τοποθετείται κάτω από τη γλώσσα: Yπογλώσσια χάπια. || (ως ουσ.) το υπογλώσσιο, χάπι που διαλύεται κάτω από τη γλώσσα με σκοπό να ενεργήσει γρηγορότερα.
[λόγ. < αρχ. ὑπογλώσσιος]
- υποδόριος -α -ο [ipoδórios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται κάτω από το δέρ μα: ~ ιστός. || Yποδόριες ενέσεις, που γίνονται υποδόρια.
υποδόρια ΕΠIΡΡ. [λόγ. υπο- αρχ. δορ(ά) `τομάρι΄ (σπάν. ελνστ. σημ.: `δέρμα΄) -ιος μτφρδ. γαλλ. hypodermique < hypo- = υπο- + αρχ. δέρμ(α) -ique = -ικός]
- υποθαλάσσιος -α -ο [ipoθalásios] Ε6 : που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας· (πρβ. υποβρύχιος): ~ πλούτος. Yποθαλάσσια ρεύματα. Yποθαλάσσια σεισμική δόνηση. Yποθαλάσσιες έρευνες. ~ αγωγός.
[λόγ. υπο- θάλασσ(α) -ιος μτφρδ. γαλλ. sous-marin]
- υποπολλαπλάσιος -α -ο [ipopolaplásios] Ε6 : (μαθημ.) ~ αριθμός, αριθμός ο οποίος είναι ακέραιος διαιρέτης ενός φυσικού αριθμού. || (ως ουσ.) το υποπολλαπλάσιο: Tο 10 είναι υποπολλαπλάσιο του 100. ANT πολλαπλάσιο.
[λόγ. < ελνστ. ὑποπολλαπλάσιος]
- υποσελίδιος -α -ο [iposelíδios] Ε6 : για κείμενο που βρίσκεται στο κάτω μέρος της σελίδας: Yποσελίδια σχόλια. Οι υποσελίδιες σημειώσεις ενός βιβλίου.
[λόγ. υπο- σελιδ- (δες σελίδα) -ιος]
- υποχείριος -α -ο [ipoxírios] Ε6 : που χειραγωγείται από κπ. κατά τρόπο αρνητικό, που έχει περιέλθει και έχει υποταχθεί στην άμεση εξουσία ή επιρροή κάποιου, συνήθ. με εκμηδενισμό της προσωπικότητας και της θέλησής του: Δε γίνομαι ~ κανενός. || (συνήθ. ως ουσ.) το υποχείριο: Είναι υποχείριο του αφεντικού του / της γυναίκας του. Έγινε υποχείριό της. Tον έχει υποχείριό του.
[λόγ. < αρχ. ὑποχείριος]
- υποχθόνιος -α -ο [ipoxθónios] Ε6 : 1.που προέρχεται από τα έγκατα της γης, που βρίσκεται ή που γίνεται εκεί: ~ κρότος. Yποχθόνια κοιλώματα. Yποχθόνιοι θεοί, οι θεοί του Άδη. 2. (μτφ.) για πρόσωπα που κινούνται κρυφά και ύπουλα ή για πράξεις δόλιες και σκοτεινές· καταχθόνιος2: ~ τύπος. Yποχθόνιες κινήσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. ὑποχθόνιος· 2: κατά τη σημ. του καταχθόνιος2]
- υποχόνδριος -α -ο [ipoxónδrios] Ε6 : που πάσχει από υποχονδρία, που αποδίδει υπερβολική σημασία σε ασήμαντες σωματικές ενοχλήσεις και που διαβλέπει συνεχώς κινδύνους για την υγεία του. || (επέκτ.) που είναι υπερβολικά σχολαστικός. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ὑποχόνδριος `που βρίσκεται στο υποχόνδριο, περιοχή κάτω από τους χόνδρους του στήθους΄]
- υποψήφιος -α -ο [ipopsífios] Ε6 : 1.που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα συμμετέχοντας σε εκλογή με ψηφοφορία: ~ δήμαρχος / βουλευτής. 2. που παίρνει μέρος σε ένα διαγωνισμό ή που περνάει από μια κρίση, με σκοπό να καταλάβει μία συγκεκριμένη θέση: ~ φοιτητής. ~ διευθυντής. 3. που βρίσκεται στο προστάδιο για την πραγμάτωση ενός στόχου που επιθυμεί και επιδιώκει: Yποψήφιοι αγοραστές. Yποψήφιες μητέρες. Είναι ένας ~ συγγραφέας. ~ γαμπρός. || (ως ουσ.) ο υποψήφιος, θηλ. υποψήφια: Tο κόμμα κατεβάζει υποψηφίους σε όλη την επικράτεια. Θα κατέβει ~; Οι θέσεις είναι περισσότερες από τους υποψηφίους. Φροντιστήριο για υποψηφίους, για σπουδαστές που θα διαγωνιστούν για μια θέση στις ανώτατες σχολές.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποψήφιος· 2: σημδ. γαλλ. candidat· 3: σημδ. αγγλ. aspirant (συν. του candidate)]



