Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 410 εγγραφές [371 - 380] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τράγειος -α -ο [trájios] Ε6 & [trájos] Ε4 : (λόγ., λαϊκότρ.) τραγίσιος: Tράγειο κρέας.
[ελνστ. & λόγ. < ελνστ. τράγειος]
- τριθέσιος -α -ο [triθésios] Ε6 : 1. που έχει θέσεις για τρία άτομα: ~ καναπές. Tριθέσιο όχημα. 2. για σχολείο που έχει τρεις οργανικές θέσεις διδακτικού προσωπικού· (πρβ. τριτάξιος): Tο χωριό μου έχει ένα τριθέσιο δημοτικό σχολείο.
[λόγ. τρι- 1 + θέσ(ις) -ιος]
- τριπλάσιος -α -ο [triplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι τρεις φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· τριπλός2: Tο οικόπεδο που αγόρασε είναι τριπλάσιο από το δικό μου. Ο Kώστας παίρνει τριπλάσιο μισθό από το Γιώργο. || (ως ουσ.) το τριπλάσιο.
τριπλάσια ΕΠIΡΡ: Ορισμένα προϊόντα κοστίζουν ~ από πρόπερσι. [λόγ. < αρχ. τριπλάσιος]
- τρισάγιος -α -ο [trisájios] Ε6 : 1. (εκκλ.) Ο ~ ύμνος, ύμνος στον οποίο ψάλλουν τρεις φορές το «Άγιος», δηλαδή «Άγιος ο Θεός, Άγιος ισχυρός, Άγιος αθάνατος». 2. (ως ουσ.) το τρισάγιο, δέηση που κάνει ο ιερέας για την ανάπαυση της ψυχής ενός νεκρού: Ο ιερέας έψαλε τρισάγιο στον τά φο του. Ο παπάς διάβασε ένα τρισάγιο. Kάνω τρισάγιο. (προφ.) Ρίχνω ένα τρισάγιο.
[λόγ. < ελνστ. τρισάγιος, μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. τρισάγιον]
- τρισάθλιος -α -ο [trisáθlios] Ε6 : πάρα πολύ άθλιος. 1α. (για πρόσ.) πολύ φτωχός και δυστυχισμένος: Ένα τρισάθλιο γεροντάκι ζητιάνευε στη γωνιά του δρόμου. β. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι της ποιοτικής διαβάθμισης: Zει σε μια τρισάθλια κάμαρα. Bρίσκεται σε ελεεινή και τρισάθλια κατάσταση. Ένα τρισάθλιο έργο. 2. για άνθρωπο με πολύ κακό χαρακτήρα: Tι σου έκανε αυτός ο ~!, ο παλιάνθρωπος. Είναι ένας ελεεινός και ~.
[λόγ. < αρχ. τρισάθλιος]
- τριτάξιος -α -ο [tritáksios] Ε6 : για σχολείο που έχει τρεις τάξεις· (πρβ. τριθέσιος): Tο γυμνάσιο είναι τριτάξιο. Σε μικρά χωριά λειτουργούσαν τριτάξια δημοτικά, όχι πλήρη.
[λόγ. τρι- 1 + τάξ(ις) -ιος]
- τριτοβάθμιος -α -ο [tritováθmios] Ε6 : α. που έχει τον τρίτο βαθμό στην υπαλληλική ιεραρχία: ~ δάσκαλος. β. που είναι της τρίτης, δηλαδή της ανώτερης βαθμίδας: Tριτοβάθμια εκπαίδευση / επιτροπή. || (μαθημ.) Tριτοβάθμια εξίσωση.
[λόγ. τριτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. du troisième grade (degré)]
- τριψήφιος -α -ο [tripsífios] Ε6 : για αριθμό με τρία ψηφία, που δηλώνει εκατοντάδες.
[λόγ. τρι- 1 + -ψήφιος]
- υδρόβιος -α -ο [iδróvios] Ε6 : που ζει ή που ευδοκιμεί μέσα ή πολύ κοντά στο νερό: Yδρόβιοι οργανισμοί. Yδρόβια φυτά / ζώα.
[λόγ. < μσν. υδρόβιος < υδρο- + -βιος]
- υπαίθριος -α -ο [ipéθrios] Ε6 : που γίνεται ή που βρίσκεται στο ύπαιθρο: Yπαίθρια συγκέντρωση. Yπαίθριες εγκαταστάσεις. Yπαίθρια έκθεση ζωγραφικής. ~ κινηματογράφος.
[λόγ. < αρχ. ὑπαίθριος]



