Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 410 εγγραφές [341 - 350] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πυρρίχιος -α -ο [piríxios] Ε6 : ~ χορός και ως ουσ. ο πυρρίχιος, ονομασία χορού, του οποίου οι κινήσεις μιμούνται αντίστοιχες κινήσεις αρχαίου πολεμιστή σε ώρα μάχης: Ο ποντιακός / αρχαίος ελληνικός ~. || (μετρ.) Ο ~ πόδας. Tο πυρρίχιο μέτρο.
[λόγ. < ελνστ. πυρρίχιος `που αναφέρεται στο χορό πυρρίχη (αρχ.)΄]
- πωλητήριος -α -ο [politírios] Ε6 : 1. που έχει σχέση και ιδίως γίνεται για την πώληση ορισμένου αγαθού. 2. (ως ουσ.) το πωλητήριο: α. συμβόλαιο πώλησης: Yπογραφή / εκτέλεση / ακύρωση του πωλητηρίου. β. αγγελία για πώληση: Πωλητήριο δημοσιευμένο σε εφημερίδα. Tο σπίτι πουλιέται· έχει στην πόρτα του ένα πωλητήριο.
[λόγ. πωλη- (πωλώ) -τήριον (πρβ. αρχ. πωλητήριον `χώρος πώλησης΄)]
- σαρδόνιος -α -ο [sarδónios] Ε6 : μόνο στην έκφραση σαρδόνιο γέλιο: α. που εκφράζει μια διάθεση χλευαστική και χαιρέκακη. β. (ιατρ.) μορφασμός που μοιάζει με γέλιο, οφείλεται σε σπασμωδική συστολή των μυών του προσώπου και εμφανίζεται στον τέτανο.
σαρδόνια ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε γελώντας ~. [λόγ. < ελνστ. σαρδόνιος (αρχ. σαρδάνιος)]
- σεβάσμιος -α -ο [sevázmios] Ε6 : για άνθρωπο που εμπνέει το σεβασμό, λόγω της πολύ προχωρημένης ηλικίας του: ~ γέροντας. Ήταν μια σεβάσμια μορφή.
[λόγ. < ελνστ. σεβάσμιος]
- σιδηροδέσμιος -α -ο [siδiroδézmios] & σιδεροδέσμιος -α -ο [siδeroδé zmios] Ε6 : (σε σχήμα υπερβολής) χαρακτηρισμός ανθρώπου δεμένου με χειροπέδες ή αλυσίδες: Tον έφεραν σιδηροδέσμιο.
[λόγ. < ελνστ. σιδηροδέσμιος· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σιδερο-]
- σισύφειος -α -ο [sisífios] Ε6 : για έργο, προσπάθεια πολύ δύσκολη και αναποτελεσματική.
[λόγ. < αρχ. Σισύφειος]
- σολομώντειος -α -ο [solomóndios] Ε6 : που αναφέρεται στο βασιλιά Σολομώντα, κυρίως στην έκφραση σολομώντεια λύση, σκληρή αλλά δίκαιη λύση που δίνει απάντηση σε ένα αδήριτο δίλημμα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. Σολομώντειον, τό `απόφθεγμα του Σολομώντα΄ σημδ. αγγλ. Solomonian]
- σοφόκλειος -α -ο [sofóklios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον τραγικό ποιητή της αρχαίας Ελλάδας Σοφοκλή: Σοφόκλειο δράμα. Σοφόκλεια τραγωδία. Σοφόκλειο ιαμβικό τρίμετρο.
[λόγ. < ελνστ. Σοφόκλειος]
- σπάνιος -α -ο [spánios] Ε6 : 1. για πράγματα κτλ., που υπάρχουν σε μικρό αριθμό ή ποσότητα και γι΄ αυτό τα βρίσκουμε δύσκολα: Σπάνια βιβλία / νομίσματα / γραμματόσημα. Παλιές σπάνιες εκδόσεις. || για ζώα και φυτά που υπάρχουν σε μικρό αριθμό ή δεν υπάρχουν παντού παρά σε λίγους τόπους: Σπάνια ζώα. Σπάνια είδη φυτών. 2. για γεγονότα, φαινόμενα κτλ., που συμβαίνουν ελάχιστες φορές, που δεν παρουσιάζονται συχνά: Σε μια από τις σπάνιες συναντήσεις μας. Σπάνια, σποραδικά φαινόμενα. || Σπάνια ευκαιρία / περίπτωση. Σπάνιες ασθένειες. Σπάνιες λέξεις. Σπανιότερος τύπος λέξης. Σπάνιο λάθος. 3. που είναι εκλεκτός, εξαιρετικός: ~ φίλος / χαρακτήρας. Σπάνια ομορφιά. Σπάνιο ταλέντο.
σπάνια & (λόγ.) σπανίως ΕΠIΡΡ ελάχιστες, πολύ λίγες φορές. ANT συχνά, πολλές φορές: Γέρασε πια και ~ βγαίνει από το σπίτι του. Tον συναντώ πλέον όλο και πιο ~. H λέξη απαντάται σπανίως σε δημώδη κείμενα. Σπανίως, τα συμπτώματα υποχωρούν την πρώτη ημέρα της θεραπείας. [λόγ. < αρχ. σπάνιος, σπανίως]
- σπαραξικάρδιος -α -ο [sparaksikárδios] Ε6 : που προκαλεί μεγάλο ψυχικό πόνο, σπαραγμό: Σπαραξικάρδιοι θρήνοι. Σπαραξικάρδιες φωνές / κραυγές / επικλήσεις / παρακλήσεις. || (συνήθ. και ειρ.).
[λόγ. < ελνστ. σπάραξι(ς) `σπάραγμα΄ + καρδί(α) -ος μτφρδ. αγγλ. heart-rending]



