Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε6 (πλούσιος, πλούσια, πλούσιο)
410 εγγραφές [331 - 340]
ποτάμιος -α -ο [potámios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποταμό: Ποτάμια ύδατα / ρεύματα / αποθέματα.

[λόγ. < αρχ. ποτάμιος]

προαιώνιος -α -ο [proeónios] Ε6 : που υπάρχει από πολλούς αιώνες, παμπάλαιος, πανάρχαιος: H προαιώνια πίστη του ανθρώπου στο Θεό. Οι δυο λαοί χωρίζονται από προαιώνια έχθρα. προαιώνια & (λόγ.) προαιωνίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προαιώνιος, προαιωνίως]

προεόρτιος -α -ο [proeórtios] Ε6 : 1. που προηγείται της γιορτής, που συμβαίνει πριν από αυτήν. 2. (ως ουσ.) τα προεόρτια. ANT μεθεόρτια: α. ο εορτασμός (εκδηλώσεις, τελετές) κατά τις παραμονές μιας γιορτής. β. (μτφ.) ενέργειες, καταστάσεις, γεγονότα που προμηνύουν, που προαναγγέλλουν κτ. το οποίο πρόκειται να συμβεί, να επακολουθήσει: Tα προεόρτια της νίκης / της ήττας / της καταστροφής.

[λόγ.: 1: ελνστ. προεόρτιος· 2: μσν. σημ.]

προκρούστειος -α -ο [prokrústios] Ε6 : 1. κυρίως στη ΦΡ προκρούστεια κλίνη: Bάζω κπ. ή κτ. στην προκρούστεια κλίνη, επιχειρώ με βίαιο και αυθαίρετο τρόπο να προσαρμόσω πρόσωπα ή καταστάσεις στα μέτρα, στις απαιτήσεις μου. 2. που τον χαρακτηρίζει βιαιότητα και αυθαιρεσία: Προκρούστεια λύση / τακτική.

[λόγ. < αρχ. Προκρούστ(ης) -ειος μτφρδ. αγγλ. procrustean < λατ. Ρrocrustes < αρχ. Προκρούστης]

προσήλιος -α -ο [prosílios] Ε6 & [prosíos] Ε4 : α. (για τόπο, οίκημα κτλ.) που το φως, οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν επάνω του για μεγάλο διάστη μα της ημέρας, που τον βλέπει, τον χτυπάει ο ήλιος. ANT ανήλιος: Προσήλιο μέρος / χωριό / σπίτι / διαμέρισμα. β. (ως ουσ.) το προσήλιο, ο τόπος, το μέρος που το βλέπει ο ήλιος για μεγάλο διάστημα της μέρας. ANT ανήλιο.

[β: ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. προσήλιος· α: λόγ. < αρχ. προσήλιος]

πρόσθιος -α -ο [prósθios] Ε6 : (λόγ.) εμπρόσθιος, μπροστινός. ANT οπίσθιος: H πρόσθια όψη του κτιρίου. || Πρόσθια κολύμβηση, είδος κολύμβησης με τη ράχη προς τα επάνω και ως ουσ. το πρόσθιο, η πρόσθια κολύμβηση. προσθίως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πρόσθιος `μπροστινός΄· λόγ. πρόσθι(ος) -ως]

προσόμοιος -α -ο [prosómios] Ε6 : α. που μοιάζει με κπ. ή με κτ., που είναι παρόμοιος. β. (ως ουσ., εκκλ.) τα προσόμοια, τροπάρια που μοιάζουν μεταξύ τους ως προς το ρυθμό και το μέλος και που έχουν ως κοινό πρό τυ πο άλλα παλαιότερα και γνωστότερα.

[λόγ.: α: αρχ. προσόμοιος· β: μσν. σημ.]

προωστήριος -α -ο [proostírios] Ε6 : (τεχν.) για όργανο με το οποίο επιτυγχάνεται η πρόωση· προωστικός: ~ έλικας.

[λόγ. προωστηρ- (δες προωστήρας) -ιος απόδ. γαλλ. propulsif]

πρωτοβάθμιος -α -ο [protováθmios] Ε6 : 1. που κατέχει τον πρώτο και ιεραρχικά ανώτερο βαθμό: ~ υπάλληλος. 2. που αποτελεί την πρώτη, δηλαδή την κατώτερη βαθμίδα που προηγείται της δευτεροβάθμιας: Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, στοιχειώδης. Tο πρωτοδικείο είναι πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρωτοβάθμια επιτροπή / συνδικαλιστική οργάνωση. 3. (μαθημ.) πρωτοβάθμια εξίσωση, εξίσωση πρώτου βαθμού.

[λόγ. πρωτο- + βαθμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. de premier degré (πρβ. ελνστ. πρωτόβαθμος `πρώτης τάξης΄)]

πυθαγόρειος -α -ο [piθaγórios] Ε6 : που έχει σχέση με τον Πυθαγόρα: Πυθαγόρεια φιλοσοφία. || (μαθημ.) Πυθαγόρειο θεώρημα, το θεώρημα σύμφωνα με το οποίο το τετραγώνο της υποτείνουσας κάθε ορθογώνιου τριγώνου ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών του. Πυθαγόρειο τρίγωνο, το ορθογώνιο τρίγωνο που οι πλευρές του είναι ακέραιοι αριθμοί. Πυθαγόρειοι αριθμοί. ~ πίνακας, ειδικός πίνακας για την εύρεση των γινομένων που ανά δύο σχηματίζουν οι δέκα πρώτοι ακέραιοι αριθμοί. || (ως ουσ.) ο πυθαγόρειος, μαθητής ή οπαδός της διδασκαλίας του Πυθαγόρα.

[λόγ. < αρχ. Πυθαγόρειος & σημδ. αγγλ. Ρythagorean < Ρythagor(as) < αρχ. Πυθαγόρ(ας) -ean = -ειος]

< Προηγούμενο   1... 32 33 [34] 35 36 ...41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες