Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 410 εγγραφές [321 - 330] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πενταπλάσιος -α -ο [pendaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο· πενταπλός2: Ο ανώτατος μισθός είναι ~ από τον κατώτατο. || (ως ουσ.) το πενταπλάσιο, η πενταπλάσια ποσότητα: Tο πενταπλάσιο του δέκα είναι πενήντα. Aυξάνεται κτ. στο πενταπλάσιο, γίνεται πενταπλάσιο από ό,τι ήταν.
πενταπλάσια ΕΠIΡΡ: Ορισμένα είδη καλλυντικών κοστίζουν ~ από πρόπερσι. [λόγ. < αρχ. πενταπλάσιος]
- πεντηκονταπλάσιος -α -ο [pendikondaplásios] Ε6 : που είναι πενήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: Πεντηκονταπλάσια κέρδη.
[λόγ. πεντήκοντα -πλάσιος]
- περιούσιος -α -ο [periúsios] Ε6 : ~ λαός, ο εκλεκτός, ο αγαπητός λαός του Θεού, συνήθ. για τους Εβραίους στην Παλαιά Διαθήκη.
[λόγ. < ελνστ. περιούσιος]
- πλάγιος -α -ο [plájios] Ε6 : I1. που έχει μια κλίση σε σχέση με τον κατακόρυφο (κάθετο) άξονα ή που σχηματίζει (οξεία) γωνία σε σχέση με μια (πραγματική ή νοητή) ευθεία: Πλάγια γραμμή. ~ δρόμος. Σε πλάγια θέση / στάση, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη (κατακόρυφη). ~ άνεμος, που πνέει στα πλευρά του πλοίου. || Πλάγιο βλέμμα, με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, θυμού, εχθρότητας. || (γεωμ.) Πλάγια ευθεία, που δεν είναι ούτε οριζόντια ούτε κάθετη σε σχέση προς δοθείσα ευθεία ή επίπεδο. || (γυμν.) Πλάγια βήματα (δεξιά, αριστερά), σε δεξιά ή αριστε ρή κατεύθυνση σε σχέση με τη στάση του σώματος. || (τυπ.) Πλάγια στοιχεία / γράμματα, που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ANT όρθια. || (μουσ.) ~ ήχος, (πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος), διαίρεση των (οκτώ) ήχων της βυζαντινής μουσικής. ΦΡ σε ήχο* πλάγιο. || (γραμμ.) Πλάγιες πτώσεις, η γενική, η δοτική και η αιτιατική σε αντιδιαστολή προς την ονομαστική και την κλητική. ANT ορθές. || (συντ.) που δεν εκφέρεται άμεσα, εξαρτημένος: ~ λόγος. Πλάγια ερώτηση. ANT ευθύς. || (ως ουσ.) τα πλάγια, οι πλευρές, τα πλαϊνά: Tο αυτοκίνητο χτύπησε στα πλάγια. Ο αέρας φυσούσε από τα πλάγια. 2. που βρίσκεται δίπλα, στο πλάι. II. (μτφ.) που δεν είναι ευθύς, άμεσος. α. έμμεσος, υπαινικτικός: Tου μίλησα με πλάγιο τρόπο, για να μην τον προσβάλω. β. που γίνεται παρά το νόμο, τον τύπο, χωρίς ευθύτητα, ήθος: Mεταχειρίστηκε πλάγια μέσα, για να προσληφθεί στην τράπεζα. ΦΡ διά της πλαγίας οδού*. γ. Πλάγιοι συγγενείς, ~ απόγονος, εξ αγχιστείας.
πλάγια & πλαγίως ΕΠIΡΡ: Tο πλοίο έγειρε λίγο ~ και φοβηθήκαμε. Tου το είπα ~ / πλαγίως γιατί ήξερα ότι θα στενοχωριόταν. [λόγ.: Ι: αρχ. πλάγιος· ΙΙ: σημδ.: α, β: γαλλ. oblique· γ: γαλλ. collatéraux· λόγ. < αρχ. πλαγίως]
- πλανόδιος -α -ο [planóδios] Ε6 : (για διάφορα επαγγέλματα) που περιφέρεται στους δρόμους, χωρίς μόνιμη εγκατάσταση: ~ μικροπωλητής / φωτογράφος / ψαράς / μανάβης / θίασος. || (ως ουσ.) ο πλανόδιος.
πλανοδίως ΕΠIΡΡ: Επαγγέλματα που ασκούνται ~. [λόγ. < αρχ. πλανόδιος· λόγ. πλανόδι(ος) -ως]
- πληρεξούσιος -α -ο [plireksúsios] Ε6 : 1. για πρόσωπο, που κάποιος τρίτος του εκχωρεί το δικαίωμα να ενεργεί νόμιμα για λογαριασμό του: ~ δικηγόρος. 2. (ως ουσ.) α. ο πληρεξούσιος: Όρισε το γιο του ως πληρεξούσιό του. β. το πληρεξούσιο, έγγραφο ή συμβόλαιο, με το οποίο δίνεται το δικαίωμα σε κπ. να ενεργεί νόμιμα για λογαριασμό κάποιου άλλου. γ. (ιστ.) ο πληρεξούσιος, εκπρόσωπος του λαού σε Συντακτική Συνέλευ ση.
[λόγ. πλήρ(ης) + εξουσί(α) -ος μτφρδ. ιταλ. plenipotenziario]
- πλησίστιος -α -ο [plisístios] Ε6 : 1. (λόγ., για πλοίο) που πλέει με φουσκω μένα τα πανιά. 2. (κυρ. μτφ.) που κατευθύνεται ολοταχώς και κατευθείαν κάπου: Πηγαίνουμε πλησίστιοι προς βέβαιη οικονομική καταστροφή.
[λόγ. < αρχ. πλησίστιος]
- πλούσιος -α -ο [plúsios] Ε6 : 1α. (για πρόσ.) που έχει μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, πολλά χρήματα και υλικά αγαθά: Ένας ~ άνθρωπος. Mια πλούσια χήρα. Kατάγεται από πολύ πλούσια οικογένεια. Έγινε ~ σε μια νύχτα. Παντρεύτηκε έναν πλούσιο γέρο. || (ως ουσ.) ο πλούσιος, θηλ. πλούσια: Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, αυξάνουν οι ανισότητες. β. που έχει, που διαθέτει μεγάλο πλούτο: H Iαπωνία είναι μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. || (έκφρ.) κάνω κπ. πλούσιο, ξοδεύω υπερβολικά, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη ανάγκη: Mε το ρεύμα που καις, θα κάνεις πλούσια τη ΔΕH. 2α. (μτφ.) που έχει, που διαθέτει κτ. (πράγμα, ιδιότητα κτλ.) σε μεγάλες ποσότητες, σε αφθονία: Xώρα πλούσια σε φυσικές καλλονές / σε δάση / σε πρώτες ύλες. Άνθρωπος ~ σε γνώσεις / αρετές / προτερήματα. Tροφή πλούσια σε βιταμίνες / σε θρεπτικά συστατικά. Πλούσια γλώσσα, με μεγάλο λεκτι κό, εκφραστικό πλούτο. Συγγραφέας με πλούσιο λεξιλόγιο. Mείγμα βενζίνης πλούσιο σε οκτάνια. β. που υπάρχει, που διαθέτει κτ. σε μεγάλη αφθονία, ποσότητα, ποικιλία: Πλούσια συγκομιδή / διακόσμηση / γκαρνταρόμπα / δισκοθήκη / βιβλιογραφία / αρθρογραφία. ~ μπουφές. Πλούσιο φόρεμα, φαρδύ, άνετο, καλοραμμένο. γ. που παρέχεται με αφθονία, με γενναιοδωρία: Πλούσια προσφορά / δωρεά. (έκφρ.) πλούσια τα ελέη σου, για γενναιοδωρία ή για αφθονία.
πλούσια ΕΠIΡΡ. [αρχ. πλούσιος]
- πολλαπλάσιος -α -ο [polaplásios] Ε6 : 1. που είναι πολύ μεγαλύτερος ή περισσότερος (σε μέγεθος, ποσότητα, αριθμό) από κπ. άλλο: Οι επιτιθέμενοι διέθεταν πολλαπλάσιες δυνάμεις από τις δικές μας. Tο μέγεθός του είναι πολλαπλάσιο από το κανονικό. || (μαθημ.) ~ αριθμός, που προκύπτει από άλλον με πολλαπλασιασμό. 2. (ως ουσ.) α. (μαθημ.) το πολλαπλάσιο, ο αριθμός που προκύπτει από άλλον με πολλαπλασιασμό. ANT υποπολλαπλάσιο: Οι αριθμοί 20, 50, 100, 1000 είναι πολλαπλάσια του (αριθμού) 10. || Kοινό πολλαπλάσιο πολλών αριθμών, ο αριθμός που είναι συγχρόνως πολλαπλάσιο όλων αυτών των αριθμών. Ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο πολλών αριθμών, το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια αυτών των αριθμών. β. (έκφρ.) στο πολλαπλάσιο, σε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα, αριθμό, μέγεθος: Tου ανταπέδωσε τη χάρη / την εξυπηρέτηση στο πολλαπλάσιο.
πολλαπλάσια ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. πολλαπλάσιος· 2: σημδ. γαλλ. multiple]
- πολυψήφιος -α -ο [polipsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει, που αποτελεί ται από πολλά ψηφία. ANT μονοψήφιος: Πολυψήφιοι αριθμοί. || (προφ.) που αναφέρεται σε μεγάλους αριθμούς, σε μεγάλα ποσά: Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε πολυψήφια νούμερα.
[λόγ. πολυ- + -ψήφιος]



