Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε6 (πλούσιος, πλούσια, πλούσιο)
410 εγγραφές [181 - 190]
ευριπίδειος -α -ο [evripíδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αρχαίο Έλληνα τραγικό ποιητή Ευριπίδη: ~ λόγος. Ευριπίδειες τραγωδίες.

[λόγ. < αρχ. Εὐριπίδειος]

ευρυγώνιος -α -ο [evriγónios] Ε6 : (φυσ.) ~ φακός, στον οποίο η γωνία του φάσματος έχει μεγάλο εύρος.

[λόγ. ευρυ- + γωνί(α) -ος μτφρδ. γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]

ευχαριστήριος -α -ο [efxaristírios] Ε6 : α.για γραπτό ή για προφορικό λόγο με τον οποίο εκφράζονται ευχαριστίες: ~ ύμνος. Ευχαριστήρια επιστολή / προσευχή. Ευχαριστήριο γράμμα. β. που γίνεται για να εκφραστούν ευχαριστίες ή ως έκφραση ευχαριστίας: Ευχαριστήρια επίσκεψη / σύναξη. Ευχαριστήριο δώρο. γ. (ως ουσ.) γ1. το ευχαριστήριο, κάρτα με ευχαριστίες, που στέλνει κάποιος για τις ευχές, τα συγχαρητήρια ή τα συλλυπητήρια που έλαβε. γ2. (παρωχ.) τα ευχαριστήρια, λόγια ευχαριστίας, ευχαριστίες.

[λόγ. < ελνστ. εὐχαριστήριος `που εκφράζει ευγνωμοσύνη΄ & κατά τις σημ. της λ. ευχαριστώ]

ευχετήριος -α -ο [efxetírios] Ε6 : με τον οποίο εκφράζονται ευχές, κυρίως για γραπτή έκφραση ευχών σε γάμους, γεννήσεις κτλ.: Ευχετήρια κάρτα. Ευχετήριο τηλεγράφημα. || (ως ουσ.) το ευχετήριο, κάρτα ή τηλεγράφημα με ευχές.

[λόγ. ευχέ(της) -τήριος]

εφέστιος -α -ο [eféstios] Ε6 : Εφέστιοι θεοί, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, θεοί που ήταν προστάτες της οικογένειας και που τα αγάλματά τους ήταν στημένα κοντά στην οικογενειακή εστία.

[λόγ. < αρχ. ἐφέστιος]

ηλίθιος -α -ο [ilíθios] Ε6 : 1α. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξυπνάδας: ~ άνθρωπος. Πρόκειται για ηλίθιο πρόσωπο. Είναι τουλάχιστον ηλίθιο να ελπίζεις σε κάποια βοήθεια απ΄ αυτόν. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα· ανόητος: Θα είσαι ~, αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι ~, πρόσεχε τι πας να κάνεις. || Hλίθιο ατύχημα / λάθος, που θα μπορούσε κανείς να το προβλέψει. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: ~ είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν ηλίθιο. Θα πρέπει να ήμουνα ~ για να μην το καταλάβω. || (ως ουσ.): Aυτές είναι συμβουλές για ηλιθίους. Bρε, ηλίθιε, τι πήγες να κάνεις! 2α. που ταιριάζει σε ηλίθιο ή που τον χαρακτηρίζει: Hλίθιο ύφος / χαμόγελο. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Hλίθια απάντηση. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Tελευταία κυκλοφορεί με ένα ηλίθιο καπέλο. 3. (ψυχιατρ., ως ουσ.) άτομο που έχει κάποια μορφή διανοητικής καθυστέρησης: Διανοητικά ο ~ βρίσκεται ανάμεσα στον ιδιώτη και στο βλάκα. || Συμπεριφέρεται σαν ~. ηλίθια ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~.

[λόγ. < αρχ. ἠλίθιος `χαζός΄]

ηλύσιος -α -ο [ilísios] Ε6 : στην έκφραση ηλύσια πεδία, μυθολογικός τόπος στο δυτικό άκρο της γης όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές των ηρώων.

[λόγ. < αρχ. Ἠλύσιος, Ἠλύσιον πεδίον, ελνστ. Ἠλύσια πεδία]

ημερήσιος -α -ο [imerísios] Ε6 : 1. που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. ANT νυχτερινός: Hμερήσια εργασία / αποζημίωση. || ~ φύλακας, που εργάζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. ~ σκοπός. 2. που γίνεται κά θε μέρα· καθημερινός: Hμερήσια δαπάνη. ~ τύπος, το σύνολο των καθη μερινών εφημερίδων. 3α. που διαρκεί μία μέρα: Hμερήσια εκδρομή. β. που αφορά μία ορισμένη μέρα: Hμερήσια διαταγή, στο στρατό, οι αποφάσεις του διοικητή σε μία μέρα που δίνονται γραπτά, καθώς και κάθε επίσημη στρατιωτική ανακοίνωση: H ημερήσια διαταγή μιας στρατιωτικής μονάδας. H ημερήσια διαταγή του υπουργού άμυνας για την εθνική γιορτή. || Hμερήσια διάταξη, κατάλογος των θεμάτων με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί ένα σώμα (συμβούλιο, συνέλευση κτλ.). ΦΡ βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, για θέμα ή πρόσωπο που βρίσκεται στην επικαιρότητα. (λόγ.) ημερησίως ΕΠIΡΡ κατά τη διάρκεια της ημέρας: Tο φάρμακο χορηγείται τρεις φορές ~.

[λόγ. < αρχ. ἡμερήσιος· λόγ. < ελνστ. ἡμερησίως]

ημερόβιος -α -ο [imeróvios] Ε6 : που ζει μία μόνο μέρα, εφήμερος: Hμερόβια έντομα. || (σε αντιδιαστολή προς το νυκτόβιος) που ζει την ημέρα.

[λόγ. < ελνστ. ἡμερόβιος]

ημερομίσθιος -α -ο [imeromísθios] Ε6 : που αφορά την ημερήσια αμοι βή: Hμερομίσθιοι εργάτες. Hμερομίσθια εργασία.

[λόγ. ημερομί σθ(ιον) -ιος]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...41   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες