Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.569 εγγραφές [4441 - 4450] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλοπερίεργος -η -ο [filoperíerγos] Ε5 : (λόγ.) που είναι υπερβολικά περίεργος, που φτάνει ως την αδιακρισία (ιδ. σε σχέση με τη ζωή και τις υποθέσεις των άλλων).
[λόγ. φιλο- + περίεργος]
- φιλοπόλεμος -η -ο [filopólemos] Ε5 : που αγαπάει τον πόλεμο, που επιλέγει την (πολεμική) σύγκρουση ως μέσο επίλυσης διαφορών (κυρ. μεταξύ κρατών) και επικράτησης. ANT φιλειρηνικός: Φιλοπόλεμες φυλές Iνδιάνων. H φιλοπόλεμη πολιτική της χιτλερικής Γερμανίας. || (ως ουσ.) ο φιλοπόλεμος.
[λόγ. < αρχ. φιλοπόλεμος]
- φιλόπονος -η -ο [filóponos] Ε5 : που μοχθεί, που είναι επιμελής και ευσυνείδητος σε κάθε εργασιακή (πνευματική αλλά και χειρωνακτική) δραστηριότητά του. ANT φυγόπονος. || (ως ουσ.).
φιλόπονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φιλόπονος]
- φιλοπρόοδος -η -ο [filopróoδos] Ε5 : που οι ιδέες του, οι δραστηριότητές του τείνουν, συμβάλλουν στην πρόοδο ή την επιδιώκουν: ~ άνθρωπος / σύλλογος.
[λόγ. φιλο- + πρόοδ(ος) -ος]
- φιλόπτωχος -η -ο [filóptoxos] Ε5 : που βοηθάει, που συντρέχει τους φτωχούς: Φιλόπτωχο σωματείο / ταμείο.
[λόγ. < ελνστ. φιλόπτωχος `που αγα πά τους φτωχούς΄]
- φιλόστοργος -η -ο [filóstorγos] Ε5 : που νιώθει στοργή, που γίνεται ή που ενεργεί με στοργή· στοργικός: ~ πατέρας.
[λόγ. < αρχ. φιλόστοργος]
- φιλότεχνος -η -ο [filótexnos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλότεχνος, αυτός που αγαπάει την τέχνη και ειδικότερα τις καλές τέχνες και τα εικαστικά: Στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής και γλυπτικής παραβρέθηκαν πολλοί φιλότεχνοι της πόλης μας.
[λόγ. < αρχ. φιλότεχνος]
- φιλότιμος -η -ο [filótimos] Ε5 : α. που διαθέτει, που επιδεικνύει φιλότιμο. ANT αφιλότιμος: Είναι φιλότιμο και εργατικό παιδί. β. που γίνεται με φιλότιμο: Kατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες.
φιλότιμα ΕΠIΡΡ. [α: αρχ. φιλότιμος `που προσπαθεί, φιλόδοξος΄ (ελνστ. σημ.: `γενναιόδωρος΄)· β: λόγ. < αρχ. φιλότιμος]
- φιλοχρήματος -η -ο [filoxrímatos] Ε5 : που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, που δίνει μεγάλη σημασία στην απόκτησή του· παραδόπιστος.
[λόγ. < αρχ. φιλοχρήματος]
- φίλτατος -η -ο [fíltatos] Ε5 : (λόγ., παρωχ.) πάρα πολύ αγαπητός, προσφιλής. (ως προσφών.) φίλτατε!, αγαπητέ.
[λόγ. < αρχ. φίλτατος υπερθ. του επιθ. φίλος]



