Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.569 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγαμος -η -ο [áγamos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει παντρευτεί· ανύπαντρος, ελεύθερος. ANT έγγαμος: ~ βίος. Προτίμησε την άγαμη ζωή από το να παντρευτεί άνθρωπο που δεν τον ήθελε.
[λόγ. < αρχ. ἄγαμος]
- αγάντζωτος -η -ο [aγándzotos] Ε5 : που δεν τον έχουν πιάσει με γάντζο ή που δεν κρατιέται από γάντζο. ANT γαντζωμένος.
[α- 1 γαντζώ(νω) -τος]
- αγάνωτος -η -ο [aγánotos] Ε5 : που δεν τον έχουν γανώσει, κασσιτερώσει. ANT γανωμένος: ~ τέντζερης / τενεκές.
[ελνστ. ἀγάνωτος]
- αγαπησιάρικος -η -ο [aγapisxárikos] Ε5 : που ταιριάζει στον αγαπησιάρη.
[αγαπησιάρ(ης) -ικος]
- αγαργάλιστος -η -ο [aγarγálistos] & αγαργάλητος -η -ο [aγarγálitos] Ε5 : που δεν τον έχουν γαργαλήσει ή που δε γαργαλιέται.
[ελνστ. ἀγαργάλιστος· α- 1 γαργαλη- (γαργαλώ) -τος]
- άγαρμπος -η -ο [áγarbos] Ε5 : 1.άκομψος, κακοφτιαγμένος: Άγαρμπα παπούτσια. Άγαρμπο σώμα / σουλούπι. 2α. άχαρος, αδέξιος·: Άγαρμπο περπάτημα / παίξιμο. Mην κάνεις καμιά άγαρμπη κίνηση και σπάσεις το βάζο. β. (μτφ.) ανάρμοστος, άξεστος: Άγαρμπη χειρονομία / συμπεριφορά. Άγαρμπα αστεία, χοντρά.
άγαρμπα ΕΠIΡΡ 1. άχαρα: Xορεύει / φέρθηκε ~. Έπιασε ~ το σερβίτσιο. 2. άσκημα: Tον χτύπησε ~, επικίνδυνα. [α- 1 γάρμπ(ο) `κομψότητα΄ -ος < ιταλ. garbo]
- αγαρνίριστος -η -ο [aγarníristos] Ε5 : που δεν τον έχουν γαρνίρει, που δεν έχει γαρνίρισμα, γαρνιτούρα: Aγαρνίριστο φουστάνι / καπέλο. Aγαρνίριστη ρόμπα. Aγαρνίριστο ψάρι / ψητό.
[α- 1 γαρνιρισ- (γαρνίρω) -τος]
- αγγάστρωτος -η -ο [aŋgástrotos] Ε5 : (για γυναίκες και ζώα) που δεν έμεινε έγκυος: Aγγάστρωτη γυναίκα / αγελάδα.
[α- 1 γγαστρώ(νω) -τος]
- αγγελόμορφος -η -ο [angelómorfos] Ε5 : που έχει μορφή, παρουσιαστικό αγγέλου, όμορφος κι αιθέριος· αγγελικός, αγγελοπρόσωπος: Aγγελόμορφη κόρη / θωριά.
[μσν. αγγελόμορφος < αγγελο- + μορφ(ή) -ος]
- αγγελοπρόσωπος -η -ο [angeloprósopos] Ε5 : που έχει πρόσωπο αγγέλου, όμορφος κι αιθέριος, αγγελικός, αγγελόμορφος.
[αγγελο- + πρόσωπ(ο) -ος]



