Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.569 εγγραφές [4421 - 4430] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλάργυρος -η -ο [filárjiros] Ε5 : που αγαπάει υπέρμετρα, παθολογικά το χρήμα· φιλοχρήματος.
[λόγ. < αρχ. φιλάργυρος]
- φιλάρεσκος -η -ο [filáreskos] Ε5 : 1. που θέλει και προσπαθεί να αρέσει, να φαίνεται ωραίος: Tα φιλάρεσκα άτομα προσέχουν πολύ την εμφάνισή τους. 2. που χαρακτηρίζεται από φιλαρέσκεια: Φιλάρεσκο χαμόγελο.
φιλάρεσκα ΕΠIΡΡ. [λόγ. φιλ(ο)- + -άρεσκος κατά το αυτάρεσκος μτφρδ. γερμ. gefallsüchtig]
- φίλαρχος -η -ο [fílarxos] Ε5 : που τον διακρίνει έντονη επιθυμία, πάθος για την κατοχή και την άσκηση εξουσίας· αρχομανής.
[λόγ. < αρχ. φίλαρχος]
- φιλάσθενος -η -ο [filásθenos] Ε5 : που προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες, που έχει κράση ασθενική· αρρωστιάρης: Aφού είναι ~, πρέπει να προσέχει πολύ την υγεία του.
[λόγ. < αρχ. φιλάσθενος]
- φίλαυτος -η -ο [fílaftos] Ε5 : α. που αγαπάει υπερβολικά τον εαυτό του· εγωιστής, εγωκεντρικός. β. που τον χαρακτηρίζει η φιλαυτία: Φίλαυτη συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. φίλαυτος]
- φιλελεύθερος -η -ο [fileléfθeros] Ε5 : 1. που αγαπάει την ελευθερία: Έχει φιλελεύθερες ιδέες. 2. που κινείται, που δρα ή εκφράζεται στα πλαίσια του φιλελευθερισμού: Φιλελεύθερη πολιτική / οικονομία / ιδεολογία. Φιλελεύθερα ρεύματα / καθεστώτα. || που είναι οπαδός του φιλελευθερισμού: ~ πολιτικός. || (ως ουσ.) ο φιλελεύθερος, οπαδός του φιλελευθερισμού: Σύγκρουση των φιλελευθέρων με τους μοναρχικούς.
[λόγ.: 1: ελνστ. φιλελεύθερος· 2: σημδ. αγγλ. liberal]
- φίλεργος -η -ο [fílerγos] Ε5 : που του αρέσει η εργασία, φιλόπονος.
[λόγ. < ελνστ. φίλεργος (αρχ. φιλεργός)]
- φιλεύσπλαχνος -η -ο [filéfsplaxnos] Ε5 : που συμπαθεί, φροντίζει και βοηθάει αυτούς που πάσχουν, που έχουν ανάγκη.
[λόγ. < ελνστ. φιλεύσπλαγχνος με αποβ. του ριν. πριν από [x] ]
- φιλήδονος -η -ο [filíδonos] Ε5 : 1. που αγαπάει τις σαρκικές ηδονές, που ρέπει προς αυτές: Φιλήδονη γυναίκα. 2. που εκφράζει, που δείχνει την αγά πη, τη ροπή προς την ηδονή: Φιλήδονα χείλη.
[λόγ. < ελνστ. φιλήδονος]
- φιλήσυχος -η -ο [filísixos] Ε5 : που του αρέσει η ησυχία, που αποφεύγει τις εντάσεις και τις τριβές με το περιβάλλον του: Είναι φιλήσυχο ανθρωπάκι. || που αποφεύγει τις τριβές με την εξουσία, που υπακούει στους νόμους και στις εντολές της, νομοταγής: ~ πολίτης.
φιλήσυχα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. φιλήσυχος]



