Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε5 (όμορφος, όμορφη, όμορφο)
4.569 εγγραφές [171 - 180]
αδημιούργητος -η -ο [aδimiúrjitos] Ε5 : 1.που δε δημιουργήθηκε, που βρίσκεται στην αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας: Είναι νέος ακόμη και ~. 2. που δεν τον έχουν δημιουργήσει· άπλαστος, αγέννητος: Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα, ο ίδιος όμως είναι ~.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀδημιούργητος· 1: σημδ. αγγλ. not made]

αδημοσίευτος -η -ο [aδimosíeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν δημοσιεύσει, που δεν είναι δημοσιευμένο σε κάποιο έντυπο: Ο διορισμός του έγινε, είναι όμως ακόμη ~, δε δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει και πολλά άλλα αδημοσίευτα. || που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο· ανέκδοτος.

[λόγ. < ελνστ. ἀδημοσίευτος `που έχει κρατηθεί μυστικός΄ κατά τη σημ. του δημοσιεύω]

αδήριτος -η -ο [aδíritos] Ε5 : που είναι σκληρός και αναπόφευκτος, κυρίως στις εκφράσεις αδήριτη ανάγκη: H αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης / της προσαρμογής κτλ. ~ νόμος: Ο ~ νόμος της ζωής / της φυσικής αιτιότητας κτλ.

[λόγ. < αρχ. ἀδήριτος]

αδιαβάθμητος -η -ο [aδiaváθmitos] Ε5 : (στρατ.) για έγγραφο, που δεν είναι απόρρητος.

[λόγ. αδιαβάθμ(ιστος) -ητος μτφρδ. αγγλ. unclassified ή γαλλ. non classifié]

αδιαβάθμιστος -η -ο [aδiaváθmistos] Ε5 : που δεν είναι διαβαθμισμένος, που δεν τον έχουν κατατάξει σε κάποια σειρά ή σε κάποια κατηγορία.

[λόγ. α- 1 διαβαθμισ- (διαβαθμίζω) -τος μτφρδ. αγγλ. unclassified ή γαλλ. non classifié]

αδιάβαστος -η -ο [aδjávastos] Ε5 : ANT διαβασμένος. 1α. για κτ. που δεν το έχουν διαβάσει ή μελετήσει: Πολλά από τα βιβλία που αγοράζει τα αφήνει / μένουν αδιάβαστα. Διάβασα το μάθημα της ιστορίας, έχω όμως αδιάβαστη τη γεωγραφία, αμελέτητη. β. για κπ. που δεν έχει μελετήσει κτ., που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος· αμελέτητος: Σήμερα πήγε στο σχολείο ~. Πώς να πάω ~ στις εξετάσεις; || (οικ.) που δεν είναι ενημερωμένος για κτ.: Στη σύσκεψη που έγινε, ο διευθυντής μας πιάστηκε ~. 2. (οικ.) που δεν του διάβασε ο παπάς την κατάλληλη για την περίσταση ευχή, συνήθ. για νεκρό που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία: Πέθανε στα ξένα ~. αδιάβαστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 διαβασ- (διαβάζω) -τος]

αδιάβατος -η -ο [aδjávatos] Ε5 : για κτ. μέσα από το οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί να περάσει κάποιος ή κτ.: Tο χειμώνα τα μονοπάτια στα βουνά είναι αδιάβατα. Mε τα σύγχρονα μηχανήματα ανοίγονται δρόμοι σε περιοχές που ήταν αδιάβατες. ~ έγινε ο δρόμος από τα νερά και τις λάσπες / ο κήπος από τα αγριόχορτα.

[αρχ. ἀδιάβατος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αδιαβίβαστος -η -ο [aδiavívastos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν διαβιβάσει, που δεν είναι διαβιβασμένο: Tο έγγραφο είναι ακόμη αδιαβίβαστο.

[λόγ. α- 1 διαβιβασ- (διαβιβάζω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀδιαβίβαστος (γραμμ.) `αμετάβατος΄)]

αδιάβλητος -η -ο [aδiávlitos] Ε5 : για κπ. ή για κτ. στο οποίο δεν μπορεί να προσάψει κανένας την κατηγορία της παρανομίας ή της μεροληψίας. ANT διαβλητός: Οι δικαστές πρέπει να είναι αδιάβλητοι. Οι προσλήψεις στο δημόσιο θα γίνουν με αδιάβλητες εξετάσεις. H αντιπολίτευση ζητάει να γίνουν αδιάβλητες εκλογές. || (ως ουσ.) το αδιάβλητο, η ιδιότητα του αδιάβλητου: Aμφισβητείται το αδιάβλητο των εκλογών. αδιάβλητα ΕΠIΡΡ: Ο διαγωνισμός έγινε ~.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάβλητος]

αδιάβροχος -η -ο [aδiávroxos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το διαπερνά το νερό ή άλλο υγρό: Οι σκηνές κατασκευάζονται από αδιάβροχα υφάσματα / είναι αδιάβροχες. Aδιάβροχη συσκευασία. || Aδιάβροχο ρολόι, που δεν καταστρέφεται όταν βυθιστεί σε νερό. 2. (ως ουσ.) το αδιάβροχο, είδος πανωφοριού από αδιαβροχοποιημένο ύφασμα ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που προστατεύει από τη βροχή.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀδιάβροχος· 2: σημδ. γαλλ. imperméable]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...457   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες