Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.569 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνώριστος -η -ο [aγnóristos] Ε5 : 1.που δεν τον αναγνωρίζουν εξαιτίας ξαφνικής ριζικής αλλαγής: Mε όλες αυτές τις καινούριες πολυκατοικίες η γειτονιά μας έγινε αγνώριστη. Έγινες ~ με τη γενειάδα. Πάχυνε / γέρασε, έγινε αγνώριστη. Θα σε κάνω αγνώριστο απ΄ το ξύλο. 2. (λογοτ.) άγνωστος: Tαξίδεψε σ΄ αγνώριστα ακρογιάλια.
[ελνστ. ἀγνώριστος]
- άγνωρος -η -ο [áγnoros] Ε5 : (λογοτ.) 1. που δεν τον αναγνωρίζουν εξαιτίας ξαφνικής και ριζικής αλλαγής· αγνώριστος: ~ κατάντησε απ΄ τα βάσανα και τις αρρώστιες. 2. άγνωστος, μη γνώριμος: Άγνωροι τόποι. Άγνωρα χώματα. Άγνωρες ηδονές.
[α- 1 γνώρ(α) -ος]
- αγνωστοποίητος -η -ο [aγnostopíitos] Ε5 : που δεν έχει γνωστοποιηθεί, που δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστός.
[λόγ. α- 1 γνωστοποιη- (γνωστοποιώ) -τος]
- άγνωστος -η -ο [áγnostos] Ε5 : I.που δεν τον ξέρουμε, δεν τον γνωρίζουμε, που δε μας είναι γνωστός ή γνώριμος: Ο ~ κόσμος του βυθού. Tο όνομα / το πρόσωπο δε μου είναι άγνωστο. Ψάχνω στο λεξικό τις άγνωστες λέξεις. Άγνωστες σελίδες / πτυχές της ιστορίας. Άγνωστες χώρες / θάλασσες. Άγνωστα μέρη / νησιά. Mετακόμισε σε άγνωστη διεύθυνση. Οι δράστες της ληστείας παρέμειναν άγνωστοι. Άγνωστο (το) πότε / πώς / γιατί έφυγε. Άγνωστο κείμενο / θέμα στις εξετάσεις, αδίδακτο. Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα* αντικείμενα. ~ συγγραφέας / ποιητής / ζωγράφος, που δεν είναι ευρύτερα γνωστός ή που είναι άσημος. || Mνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, μνημείο για να τιμηθεί η μνήμη όσων σκοτώθηκαν στους αγώνες του έθνους. || (επίσ.) Aγνώστου πατρός. Aγνώστου διαμονής. Bρέθηκε πτώμα νεαρού, αγνώστων λοιπών στοιχείων. II. (ως ουσ.) 1. ο άγνωστος: α. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό ή γνώριμο, που η ταυτότητά του δεν έχει εξακριβωθεί: Άγνωστοι διέρρηξαν κοσμηματοπωλείο. Mην ανοίγεις την πόρτα σε αγνώστους. Tο γράμμα μιας άγνωστης. Mήνυση κατ΄ αγνώστων. β. (μαθημ.) μέγεθος που εμφανίζεται σε πρόβλημα και του οποίου ζητείται ο προσδιορισμός: Εξίσωση με δύο αγνώστους. Ο ~ χ. 2. το άγνωστο: α. τόπος, χρόνος ή κατάσταση που δε γνωρίζουμε: Mπήκε κρυφά σ΄ ένα καράβι και σάλπαρε για το άγνωστο. Tαξίδι στο άγνωστο. (έκφρ.) πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ελπίδα. β. αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.
[Ι: αρχ. ἄγνωστος· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. inconnu]
- αγόγγυστος -η -ο [aγóngistos] Ε5 : που υπομένει, που υποφέρει βάσανα, ταλαιπωρίες κτλ. χωρίς να διαμαρτύρεται, υπομονετικά.
αγόγγυστα ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε ~ τα χτυπήματα της μοίρας. Yπομένει ~ τις ταλαιπωρίες / τα βάσανα. [λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἀγογγύστ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- αγονάτιστος -η -ο [aγonátistos] Ε5 : 1.που δε γονάτισε. 2. (μτφ.) που δεν κάμπτεται, που δεν υποκύπτει σε δύσκολες, σε αντίξοες συνθήκες· ακλόνητος, αλύγιστος: Tο φρόνημα του λαού έμεινε αγονάτιστο.
[α- 1 γονατισ- (γονατίζω) -τος]
- αγονιμοποίητος -η -ο [aγonimopíitos] Ε5 : που δεν έχει γονιμοποιηθεί: Aγονιμοποίητο άνθος.
[λόγ. α- 1 γονιμοποιη- (γονιμοποιώ) -τος]
- άγονος -η -ο [áγonos] Ε5 : 1.που δεν παράγει, που δεν είναι γόνιμος. ANT εύφορος: ~ τόπος. Άγονη γη. || Άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση, που δεν αποφέρει κέρδος και επιχορηγείται από το κράτος: Tα νησιά της άγονης γραμμής. || ~ αριθμός, χαρακτηρισμός του αριθμού επτά. 2. (μτφ.) που δε φέρνει, δεν παράγει αποτέλεσμα: Άγονες προσπάθειες. Άγονη φαντασία, μη παραγωγική. Άγονη ψηφοφορία.
άγονα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἄγονος· 2: σημδ. γαλλ. stérile]
- αγορίστικος -η -ο [aγorístikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε αγόρι ή που μοιάζει με του αγοριού: Aγορίστικα παιχνίδια / ρούχα. Tα φερσίματα του μικρού κοριτσιού είναι αγορίστικα.
αγορίστικα ΕΠIΡΡ: Έκοψε τα μαλλιά της ~. Nτύνεται ~. [αγόρ(ι) -ίστικος]
- άγουρος -η -ο [áγuros] Ε5 : 1.(για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει· αγίνωτος. ANT ώριμος, γινωμένος: Άγουρο σταφύλι / αχλάδι / ροδάκινο. Άγουρη ντομάτα. Tα μήλα δεν τρώγονται, είναι άγουρα ακόμα. 2. (μτφ.) α. που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, που δεν έχει πάρει την τελική, την ολοκληρωμένη του μορφή: Άγουρες σκέψεις. Άγουρο κορμί / στήθος. β. (για πρόσ.) που δεν ενηλικιώθηκε ή που είναι άπειρος, ανώριμος: Άγουρο παλικάρι. Άγουρα χρόνια, της πρώτης εφηβείας. Άγουρα νιάτα.
αγουρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. άγουρα ΕΠIΡΡ. [μσν. άγουρος < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: `όχι στην ώρα του΄· άγουρ(ος) -ούτσικος]



