Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
433 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σουσαμένιος -α -ο [susaménos] Ε4 : για αρτοσκευάσματα που τα έχουν πασπαλίσει με σουσάμι· σουσαμάτος.
[σουσάμ(ι) -ένιος]
- σπιθαμιαίος -α -ο [spiθamiéos] Ε4 : μειωτικός συνήθ. χαρακτηρισμός ανθρώπου με πολύ μικρό ανάστημα, σε κυριολεκτική και μεταφορική σημασία: Ο ~ δικτάτορας.
[λόγ. < αρχ. σπιθαμιαῖος `με μήκος μία σπιθαμή΄]
- σπινθηροβόλος -α -ο [spinθirovólos] Ε4 : που βγάζει σπίθες, που λάμπει και φωτίζει, συνήθ. μτφ.: α. Σπινθηροβόλο βλέμμα. β. για πνεύμα λαμπερό, για άνθρωπο έξυπνο και πνευματώδη: Σπινθηροβόλο πνεύμα. Σπινθηροβόλο ύφος.
[λόγ. < ελνστ. σπινθηροβόλος `που βγάζει σπίθες΄ σημδ. γαλλ. étincelant]
- σπιρτόζος -α -ο [spirtózos] Ε4 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πνευματώδους και χαριτωμένου. || (ως ουσ.).
[ιταλ. spiritoso -ς με συγκ. του άτ. [i] ]
- σπιτίσιος -α -ο [spitísxos] Ε4 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπίτι3· ο σπιτικός: Σπιτίσια ζεστασιά. 2. που παρασκευάζεται στο σπίτι: Σπιτίσια φαγητά / γλυκά, σε αντιδιαστολή προς τα έτοιμα, τα αγορασμένα.
[σπίτ(ι) -ίσιος]
- σπουδαίος -α -ο [spuδéos] Ε4 : 1. (για πρόσ.) που είναι εξαιρετικός στον τομέα του, που διακρίνεται για την ηθική, κοινωνική, επιστημονική, επαγγελματική κτλ. δραστηριότητά του· πολύ καλός: Είναι ~ άνθρωπος, εξαιρετικός χαρακτήρας. ~ ηθοποιός / γιατρός / ζωγράφος. Είσαι ~! Σπουδαία γυναίκα!, πολύ καλή, πολύ έξυπνη ή πολύ ωραία. Yπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους πολιτικούς μας. Θα σου συστήσω ένα σπουδαίο τεχνίτη. (ειρ.) (Mωρέ μπράβο) ~ φίλος / γιατρός είσαι!, για κπ. που δε φέρθηκε όπως θα περιμέναμε από αυτόν. (έκφρ.) κάνει το σπουδαίο, πιστεύει ότι είναι σπουδαίος, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και συμπεριφέρεται με τρόπο υπεροπτικό. || Σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει μια σημαντική θέση, σημαίνων άνθρωπος. (ειρ.) Σπουδαίο υποκείμενο! 2α. (για πργ.) που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, που αξίζει να προσεχθεί, που είναι εξαιρετικά αξιόλογος, χρήσιμος ή επικερδής: Σπουδαία ανακάλυψη. Σπουδαίο εύρημα. Aυτή είναι πραγματικά μια σπουδαία είδηση! Έχουμε ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα να συζητήσουμε. Σπουδαίο βιβλίο / σπουδαία ταινία. Ήταν ένα σπουδαίο παιχνίδι. Kλείσαμε μια σπουδαία δουλειά. β. (ειρ.) για κτ. εξαιρετικά ασήμαντο, αφελές κτλ.: Σπουδαία δικαιολογία! (έκφρ.) σπουδαίο πράγμα*. ΦΡ σπουδαία τα λάχανα*! || (έκφρ.) το πιο σπουδαίο είναι ότι
, το πιο σημαντικό
τίποτα το σπουδαίο, για κτ. τελείως ασήμαντο ή αδιάφορο ή για κπ. χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες: Είναι ομορφούλα, αλλά τίποτα το σπουδαίο
Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο ως ζωγράφος. (λόγ.) ες αύριον* τα σπουδαία.
σπουδαία ΕΠIΡΡ πολύ καλά, εξαιρετικά: Περάσαμε ~ στην εκδρομή. Tα πάμε ~ εμείς οι δυο. [λόγ. < αρχ. σπουδαῖος `σοβαρός, άξιος προσοχής΄]
- στείρος -α -ο [stíros] Ε4 : 1. (ιδ. για πρόσ. ή ζώο) α. που χαρακτηρίζεται από στειρότητα, από αδυναμία αναπαραγωγής: ~ άντρας. Στείρα γυναίκα / αγελάδα. Tο μουλάρι είναι ζώο στείρο. β. (λαϊκότρ., για αγελάδα, κατσίκα, προβατίνα) που επί ορισμένο χρονικό διάστημα δε γονιμοποιείται, δε γεννά. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι δημιουργικός, ευρηματικός, που στερείται ιδεών και χαρακτηρίζεται από αδυναμία για την εξεύρεση λύσεων σε διάφορα προβλήματα, θέματα κτλ.: ~ νους. Στείρο μυαλό. Στεί ρα σκέψη. || Στείρα γη, άγονη, στην οποία δε φυτρώνει τίποτε. β. που δεν είναι αποτελεσματικός, που δεν οδηγεί σε κάποιο αποτέλεσμα, σε κάποιο συμπέρασμα: Στείρα προσπάθεια / συζήτηση.
[1: αρχ. στεῖρος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. stérile]
- στελεχιαίος -α -ο [stelexiéos] Ε4 : που ανήκει ή αναφέρεται σε στέλεχος. || (ανατ.) Στελεχιαία αναισθησία / φλέβα.
[λόγ. < ελνστ. στελεχιαῖος]
- στέριος -α -ο [stérjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) στέρεος.
στέρια ΕΠIΡΡ. [αρχ. στερεός με μετακ. τόνου κατά το σχ.: καθαρός - καθάριος, ορθός - όρθιος και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- στέρφος -α -ο [stérfos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) στείρος: Στέρφα γη. Στέρφα γυναίκα. || (ως ουσ.).
[αρχ. στέριφος με συγκ. του άτ. [i] ]