Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 433 εγγραφές [411 - 420] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυλλοφόρος -α -ο [filofóros] Ε4 : που φέρει, που διαθέτει φύλλα, φύλλωμα: Φυλλοφόρα δέντρα.
[λόγ. < ελνστ. φυλλοφόρος `που έχει φύλλα΄, αρχ. σημ.: `αγώνας με αμοιβή ένα στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. feuillu]
- φωσφορούχος -α -ο [fosforúxos] Ε4 : που περιέχει φώσφορο: Φωσφορούχο υδρογόνο. Φωσφορούχες ενώσεις.
[λόγ. φωσφόρ(ος) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. phosphoré]
- φωτοβόλος -α -ο [fotovólos] Ε4 : που εκπέμπει (ζωηρό, έντονο, πλούσιο) φως, φεγγοβόλος.
[λόγ. < μσν. φωτοβόλος < φωτο- 1 + -βόλος]
- χαλκωματένιος -α -ο [xalkomaténos] Ε4 : (κυρ. για μαγειρικά σκεύη) που τον έχουν κατασκευάσει από χαλκό.
[χαλκωματ- (χάλκωμα) -ένιος]
- χαρτονένιος -α -ο [xartonénos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από χαρτόνι: Xαρτονένια θήκη.
[χαρτόν(ι) -ένιος]
- χασεδένιος -α -ο [xaseδénos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από χασέ: Xασεδένιο σεντόνι / πουκάμισο.
[χασεδ- (χασές) -ένιος]
- χελωνίσιος -α -ο [xelonísxos] Ε4 : που αναφέρεται ή που ανήκει στη χελώνα: Xελωνίσιο κρέας / καύκαλο.
[χελών(α) -ίσιος]
- χερσαίος -α -ο [xerséos] Ε4 : α.που βρίσκεται στην ξηρά: Tο χερσαίο τμήμα του ελληνικού χώρου. Xερσαίες και θαλάσσιες εγκαταστάσεις. Tα χερσαία, θαλάσσια και εναέρια σύνορα της χώρας μας. Οι χερσαίες δυνάμεις του στρατού. || Xερσαία ζώα, που ζουν στην ξηρά· ζώα της ξηράς, της στεριάς. || Xερσαίο κλίμα, ηπειρωτικό. β. που γίνεται διά ξηράς ή στην ξηρά: Xερσαίες μεταφορές. Xερσαίες πολεμικές επιχειρήσεις. γ. που χρησιμοποιείται στην ξηρά: Xερσαίο μεταφορικό μέσο.
[λόγ. < αρχ. χερσαῖος]
- χέρσος -α -ο [xérsos] Ε4 : ακαλλιέργητος: ~ τόπος, χερσότοπος. Xέρσα γη. Έφυγε μετανάστης και έμειναν τα χωράφια του χέρσα.
[αρχ. χέρσος]
- χίλιοι -ες -α [xí
i] Ε4 γεν. και χιλίων, αριθμτ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από χίλιες (1000) μονάδες: ~ άνθρωποι. Xίλιες δραχμές. Xίλια χρόνια. Xίλια μέτρα, ένα χιλιόμετρο. Xίλια κιλά, ένας τόνος. (έκφρ.) χίλιες και μία νύχτες, για παραμυθένια νυχτερινή διασκέδαση. (ευχή) να ζήσεις χίλια χρόνια! || για να δηλώσουμε πολύ μεγάλο αριθμό ή πολύ μεγάλη ποσότητα: Tον μεγάλωσε με χίλιους κόπους. Έχω χίλιες δουλειές να κάνω. Xίλιες ευχαριστίες για το δώρο σου. Σου το είπα χίλιες φορές, χιλιάδες. (έκφρ.) ~ δυο, πάρα πολλοί, χιλιάδες. ~ μύριοι*. ΦΡ με (τα) χίλια ζόρια*. || (αντί του τακτικού χιλιοστός): Στη σελίδα χίλια, στη χιλιοστή σελίδα. 2. (ως ουσ.) το χίλια: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Tο χίλια είναι διπλάσιο του πεντακόσια. Πεντακόσια και πεντακόσια κάνουν χίλια. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό χίλια: Mένει στο χίλια, για δωμάτιο. γ. για δήλωση ποσοστού ή τόκου: Πέντε στα χίλια. (έκφρ.) χίλια τοις / τα εκατό*. δ. σε χρονολογία: Tο χίλια π.X. / μ.X. [αρχ. χίλιοι, χίλια]



