Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε4 (ωραίος, ωραία, ωραίο)
433 εγγραφές [331 - 340]
πρωραίος -α -ο [proréos] Ε4 : (λόγ.) που βρίσκεται ή που ανήκει στην πρώρα. ANT πρυμναίος: ~ ιστός.

[λόγ. πρώρ(α) -αίος]

πυλαίος -α -ο [piléos] Ε4 : (ανατ.) πυλαία φλέβα, μέσω της οποίας μεταφέρεται στο ήπαρ αίμα φτωχό σε οξυγόνο.

[λόγ. < ελνστ. πυλαῖος `μπροστά στην πύλη΄ (κατά τη σημ. του πύλη)]

πωγωνοφόρος -α -ο [poγonofóros] Ε4 : 1. (λόγ.) γενειοφόρος. 2. (ζωολ., ως ουσ.) τα πωγωνοφόρα, θαλάσσιοι, ασπόνδυλοι οργανισμοί που χαρακτηρίζονται από τις κεραίες τους στο μπροστινό άκρο του σώματος.

[λόγ. < αρχ. πωγωνοφόρος]

ραγδαίος -α -ο [raγδéos] Ε4 : α.που εκδηλώνεται, που γίνεται κτλ. αιφνιδιαστικά και με μεγάλη δύναμη, ορμή· σφοδρός: Ραγδαία βροχή, άφθο νη και δυνατή. Ραγδαία επίθεση, βίαιη και ορμητική. β. που εκδηλώνεται, γίνεται, εξελίσσεται κτλ. με ένα ρυθμό ταχύτατο και ορμητικό, έτσι που σύντομα να φτάνει σε ένα ανώτατο όριο: H ραγδαία πρόοδος της τεχνολογίας. H ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού. Ραγδαία πτώση των τιμών / άνοδος των μετοχών. Ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. ραγδαία ΕΠIΡΡ: Bρέχει ~. Εξελίσσεται ~.

[λόγ. < αρχ. ῥαγδαῖος `βίαιος΄]

ραδιούργος -α -ο [raδiúrγos] Ε4 : που ραδιουργεί· δολοπλόκος, μηχανορράφος: Ραδιούργοι μυστικοσύμβουλοι υπέσκαπταν το κύρος του βασιλιά.

[λόγ. < ελνστ. ῥᾳδιουργός, αρχ. σημ.: `αδίσταχτος΄ με μετακ. τόνου κατά το πανούργος]

ραχιαίος -α -ο [raxiéos] Ε4 : που βρίσκεται στη ράχη του σώματος (ανθρώπου ή ζώου): Tα ραχιαία πτερύγια ενός ψαριού. Ραχιαίοι σπόνδυλοι / μύες.

[λόγ. < αρχ. ῥαχιαῖος]

ριπαίος -α -ο [ripéos] Ε4 : (λόγ.) για άνεμο αιφνίδιο και σφοδρό με μικρή διάρκεια.

[λόγ. ριπ(ή) -αίος]

ρούσος -α -ο [rúsos] Ε4 : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο με κοκκινωπά μαλλιά ή για ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα.

[μσν. *ρούσος < λατ. russ(us) -ος (πρβ. μσν. ή ελνστ. ῥούσιος < λατ. russeus, ίδ. σημ.)]

ρωμαλέος -α -ο [romaléos] Ε4 : που έχει ρώμη· εύρωστος, δυνατός: ~ νέος. Ρωμαλέο σώμα / κορμί. Ρωμαλέο άλογο. || (μτφ.): ~ λόγος.

[λόγ. < αρχ. ῥωμαλέος]

σακουλίσιος -α -ο [sakulísxos] Ε4 : Σακουλίσιο γιαούρτι, γιαούρτι της σακούλας.

[σακούλ(α) -ίσιος]

< Προηγούμενο   1... 32 33 [34] 35 36 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες