Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 433 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αηδονίσιος -α -ο [(ai)δonísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο αηδόνι: Aηδονίσια φωνή.
[αηδόν(ι) -ίσιος]
- αθρόος -α -ο [aθróos] Ε4 : που γίνεται ή που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα· πολυάριθμος: Aθρόες εγγραφές / προσλήψεις / συλλήψεις. Tο σωματείο διαμαρτύρεται για τις αθρόες απολύσεις. Aθρόα προσέλευση ψηφοφόρων στις κάλπες.
αθρόα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀθρόος]
- αθώος -α -ο [aθóos] Ε4 : 1.(ιδ. για πρόσ.) ANT ένοχος. α. που δεν ευθύνεται για ορισμένο κακό: Άδικα τον βασανίζαμε· είναι ~. Στον εμφύλιο πόλεμο σκοτώθηκαν πολλοί αθώοι άνθρωποι. ΦΡ αθώα περιστερά*. β. που απαλλάχτηκε από ορισμένη κατηγορία σε δικαστήριο: Kηρύσσεται κάποιος ~, αθωώνεται. Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε ~ και αφέθηκε ελεύθερος. 2. που δεν έχει ως αιτία, συνέπεια, στόχο ή ως χαρακτηριστικό κτ. άλλο εκτός από τα γνωστά ή τα συνηθισμένα. α. αβλαβής, ακίνδυνος: Aθώα συνήθεια / αρρώστια. Aθώες απολαύσεις. Είναι αθώο το κρασί μου· πιες όσο θες. β. ανυστερόβουλος: Aθώο ψέμα / πείραγμα / αστείο / φλερτ. Ο λαϊκός καλλιτέχνης είναι ~ στις προθέσεις του. γ. όχι πονηρός· αγνός: Aθώο χάδι / φιλί / ύφος. Ξεγέλασε ένα αθώο κορίτσι. δ. άκακος: Έχει αθώα καρδιά. 3. (για πρόσ.) α. αφελής, όχι έξυπνος: Είναι λιγάκι ~ και δεν καταλαβαίνει. β. (ειρ.) ανίδεος, ακατατόπιστος σχετικά με κτ.: Είναι ~ από εμπόριο / γυναίκες. ~ καθώς ήταν, έκανε μεγάλες γκάφες.
αθώα ΕΠIΡΡ στις σημ. 2, 3: Mιλάει / κοιτάει ~. Πώς είσαι; ρώτησε ~. Tη χάιδεψε τάχα ~. [λόγ.: 1: αρχ. ἀθῷος· 2, 3: σημδ. γαλλ. innocent]
- αιγαίος -α -ο [ejéos] Ε4 : 1.Aιγαίο πέλαγος και ως ουσ. το Aιγαίο, ονομασία της θάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Tουρκία. 2. αιγαιακός: Ο ~ πολιτισμός. || (γεωλ.): Aιγαία λιθοσφαιρική πλάκα.
[λόγ. < αρχ. Aἰγαῖος]
- αιμοβόρος -α -ο [emovóros] Ε4 : 1.(για σαρκοφάγο ζώο) που του αρέσει να ρουφάει το αίμα της λείας του: H τίγρη, η λεοπάρδαλη, ο λύκος είναι ζώα αιμοβόρα. 2. (μτφ., ιδ. για πρόσ.) α. που του αρέσει να χύνεται αίμα, να σκοτώνονται δηλαδή άνθρωποι ή ζώα: Ένας ~ άνθρωπος. Tαυρομαχίες που τέρπουν τα αιμοβόρα ένστικτα του πλήθους. β. πολύ σκληρός, απάνθρωπος: Ένας ~ τύραννος.
[λόγ. < αρχ. αἱμοβόρος]
- αιμοφόρος -α -ο [emofóros] Ε4 : κυρίως στον όρο αιμοφόρα αγγεία, οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία.
[λόγ. < ελνστ. αἱμοφόρος `σκεπασμένος με αίμα΄ σημδ. γαλλ. vaisseau sanguin]
- αισθηματολόγος -α -ο [esθimatolóγos] Ε4 : (σπάν.) που χαρακτηρίζεται από αισθηματολογίες.
[λόγ. αισθηματ- (αίσθημα) -ο- + -λόγος απόδ. αγγλ. sentimentalist]
- αισχρολόγος -α -ο [esxrolóγos] Ε4 : (για πρόσ.) που αισχρολογεί: ~ άνθρωπος / συγγραφέας. Aισχρολόγοι αλήτες.
[λόγ. < ελνστ. αἰσχρολόγος]
- ακαριαίος -α -ο [akariéos] Ε4 : για κτ. που συντελείται, που γίνεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από τη στιγμή που επενεργεί το αίτιο το οποίο το προκαλεί: Δέχτηκε μια σφαίρα στην καρδιά και ο θάνατός του ήταν ~. H επίδραση του δηλητηρίου ήταν ακαριαία. H αντίδρασή του στην αιφνιδιαστική επίθεση ήταν ακαριαία, αστραπιαία. || (τεχν.): ~ πυροσωλήνας, που προκαλεί ακαριαία έκρηξη.
ακαριαία & (λόγ.) ακαριαίως ΕΠIΡΡ: Tο δηλητήριο έδρασε ~. || αστραπιαία: H φωτιά διαδόθηκε ~. H είδηση μεταδόθηκε ~. [λόγ. < αρχ. ἀκαριαῖος· λόγ. < ελνστ. ἀκαριαίως]
- ακέριος -α -ο [akerjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ακέραιος, στις σημ. I1, II.
[μσν. ακέριος < αρχ. ἀκέραιος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



