Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 485 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπιστευμένος -η -ο [δiapistevménos] Ε3 : για διπλωματικό αντιπρόσωπο που έχει διοριστεί επίσημα σε άλλο κράτος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < διαπεπιστευμένος προσαρμ. στη δημοτ. με παράλειψη του αναδιπλ.]
- διατεθειμένος -η -ο [δiateθiménos] Ε3 μππ. του διαθέτω : (για πρόσ.) α. που είναι πρόθυμος, που δέχεται να κάνει κτ.: Δεν είμαι ~ να σε πληρώσω. β. (με επίρρ.): Είναι κάποιος ~ φιλικά / εχθρικά απέναντι σε κπ. / κτ., αισθάνεται φιλία / έχθρα γι΄ αυτόν.
[λόγ.: β: αρχ. διατεθειμένος μππ. του ρ. διατίθημι· α: σημδ. γαλλ. être disposé]
- διατεταγμένος 1 -η -ο [δiatetaγménos] Ε3 : (λόγ.) που με κάποια διαταγή, διάταξη έχει ορισθεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί: Διατεταγμένη υπηρεσία.
[λόγ. < διατεταγμένος 2 κατά τη σημ. του διατάσσω 1 & σημδ. γαλλ. commandé]
- διατεταγμένος 2 -η -ο : (λόγ.) (ιδίως για τα στοιχεία ενός συνόλου) που είναι τοποθετημένος συνήθ. βάσει ορισμένου σχεδίου. || (μαθημ.): Διατεταγμένο σώμα / ζεύγος.
[λόγ. < αρχ. διατεταγμένος μππ. του ρ. διατάσσω]
- διεσπαρμένος -η -ο [δiesparménos] Ε3 : διασκορπισμένος, κυριολεκτικά και μτφ.: Έλληνες μετανάστες είναι διεσπαρμένοι σε όλες τις ηπείρους. Aρχειακό υλικό διεσπαρμένο σε διάφορες βιβλιοθήκες.
[λόγ. < αρχ. διεσπαρμένος μππ. του διασπείρω]
- διεστραμμένος -η -ο [δiestraménos] Ε3 : 1. για κπ. που είναι ηθικά ή ψυχικά ανώμαλος, συνήθ. στο σεξουαλικό τομέα: Είναι ~. Kάποιος ~ βίασε μικρά παιδιά. Ποιο διεστραμμένο μυαλό εμπνεύστηκε αυτό το σχέδιο εξόντωσης τόσων ανθρώπων; 2. για κτ. που έχει παραμορφωθεί, που έχει παραποιηθεί: Όσα του είπα τα παρουσίασε εντελώς διεστραμμένα. Έχει μια διεστραμμένη αντίληψη για τη ζωή.
[λόγ. < ελνστ. διεστραμμένος, μππ. του αρχ. ρ. διαστρέφω]
- διεφθαρμένος -η -ο [δiefθarménos] Ε3 μππ. του διαφθείρω : που τον έχουν διαφθείρει ή που έχει διαφθαρεί· ανήθικος·. α. που έχει χάσει κάθε ηθικό φραγμό, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο της ανηθικότητας: Είναι ένας ~ άνθρωπος. Διεφθαρμένη γυναίκα. || (παρωχ.) σεξουαλικά ανήθικος, συνήθ. για γυναίκα. β. που προέρχεται από διεφθαρμένους ανθρώπους, που είναι αποτέλεσμα των ενεργειών και της συμπεριφοράς τους: Διεφθαρμένη κοινωνία / εξουσία. Διεφθαρμένο καθεστώς.
[λόγ. < αρχ. διεφθαρμένος `κατεστραμμένος΄ μππ. του ρ. διαφθείρω σημδ. γαλλ. corrompu]
- διηρημένος -η -ο [δiiriménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν διαιρέσει ή που έχει διαιρεθεί, διαιρεμένος. 1. που είναι χωρισμένος σε δύο ή σε περισσότερα μέρη: Tο κτίσμα είναι διηρημένο σε τρία τμήματα. H πόλη είναι διηρημένη σε τρεις συνοικίες. 2. για ομάδες ή για σύνολα ανθρώπων που τα χωρίζουν μεγάλες αντιθέσεις και μίση, που δεν είναι ψυχικά ενωμένοι· διχασμένος.
[λόγ. < αρχ. διFηρημένος (μππ. του ρ. διαιρῶ) `χωρισμένος σε μέρη΄ & σημδ. γαλλ. divisé]
- δικαιολογημένος -η -ο [δikeolojiménos] Ε3 μππ. του δικαιολογώ : 1. για κτ. το οποίο μπορεί να δικαιολογηθεί, για το οποίο υπάρχει κάποια δικαιολογία, κάποια λογική εξήγηση: ~ φόβος. Δικαιολογημένη ερώτηση / αισιοδοξία / υποψία / απουσία. || Δικαιολογημένη συμπεριφορά / ενέργεια / πράξη / παράλειψη. Δικαιολογημένο λάθος / ψέμα. 2. για κπ. τον οποίο μπορώ να τον δικαιολογήσω, για τη συμπεριφορά του οποίου μπορώ να δείξω επιείκεια και ανοχή: Ό,τι και αν πεις είσαι ~.
δικαιολογημένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ ανήσυχος. [λόγ. μππ. του δικαιολογώ μτφρδ. γαλλ. justifié]
- δροσάτος -η -ο [δrosátos] Ε3 : (λογοτ.) δροσερός: Δροσάτα λουλούδια / κορίτσια.
[μσν. δροσάτος < δρόσ(ος) -άτος]



