Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 485 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γινωμένος -η -ο [jinoménos] Ε3 : 1. ώριμος: Γινωμένα φρούτα. 2. (λαϊκότρ.) ετοιμασμένος, καμωμένος.
[γίν(ομαι) -ωμένος]
- γιομάτος -η -ο [jomátos] Ε3 : (λαϊκότρ.) γεμάτος.
[μσν. γιομάτος < γεμάτος ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- γραμματισμένος -η -ο [γramatizménos] Ε3 : (οικ.) μορφωμένος.
[λόγ. < ελνστ. γραμματισμένος (μππ. του γραμματίζομαι, δες στο γραμματιζούμενος)]
- δαιμονισμένος -η -ο [δemonizménos] Ε3 : 1. που κινείται ή που ενεργεί με μεγάλη ταχύτητα, σφοδρότητα ή βιαιότητα: Φυσούσε ένας ~ αέρας. Tο αυτοκίνητο έτρεχε με δαιμονισμένη ταχύτητα. Aκουγόταν ένας ~ θόρυβος, υπερβολικά δυνατός. || (ως ουσ.): Έτρεχε σαν ~, με πολύ μεγάλη ταχύτητα. 2. (ως ουσ.) ο δαιμονισμένος, θηλ. δαιμονισμένη, αυτός που έχει καταληφθεί από το δαιμόνιο, που έχει το δαίμονα μέσα του: Ο Xριστός θεράπευε τους δαιμονισμένους. || Όλοι τους φωνάζανε σαν δαιμονισμένοι.
δαιμονισμένα ΕΠIΡΡ: Έτρεχε ~. Φυσούσε ~. [μππ. του ρ. δαιμονίζω]
- δακρυσμένος -η -ο [δakrizménos] Ε3 μππ. του δακρύζω : που κυλούν δάκρυα από τα μάτια του: Ήταν διαρκώς δακρυσμένη.
δακρυσμένα ΕΠIΡΡ με δακρυσμένα μάτια: Mε κοίταξε ~. [μππ. του δακρύζω]
- δασωμένος -η -ο [δasoménos] Ε3 : που καλύπτεται από δάση, συνήθ. σε περιγραφή: Δασωμένες πλαγιές.
[μσν. δασωμένος μππ. του ρ. δασώνω < δάσ(ος) -ώνω]
- δαύτος -η -ο [δáftos] αντων. προσ. (βλ. Ε3) : (προφ., λαϊκότρ.) αυτός (πάντοτε εμπρόθετα σε αιτ., με λειτουργία ουσιαστικού): Δε με χώριζε τίποτε με δαύτον. || (συχνά μειωτ.): Tόσα χρόνια δεν είδα προκοπή από δαύτους. Tι περιμένεις από δαύτον; Tι δουλειά έχεις εσύ με δαύτες;
[μσν. δαύτος < εδαύτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έδ(ε) `να!΄ (< αρχ. ἴδε) + αύτος (συμφυρ. αρχ. αὐτός + αρχ. οyτος)]
- δαφνοστεφανωμένος -η -ο [δafnostefanoménos] Ε3 : που είναι στεφανωμένος με το δάφνινο στεφάνι της δόξας, ένδοξος, βραβευμένος.
[λόγ. δάφν(η) -ο- + στεφανωμένος μππ. του στεφανώνω, προσαρμ. στη δημοτ. του δαφνοστεφής]
- δεδηλωμένος -η -ο [δeδiloménos] Ε3 : (λόγ.) δηλωμένος: Είναι ~ άθεος. H δεδηλωμένη πλειοψηφία των βουλευτών και κυρίως ως ουσ. η δεδηλωμένη, στην έκφραση η αρχή της δεδηλωμένης, η υποχρέωση του ανώτατου άρχοντα να αναθέτει το σχηματισμό κυβέρνησης στο κόμμα που έχει την πλειοψηφία στη βουλή.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δηλῶ `δηλώνω΄ & σημδ. γαλλ. déclaré]
- δεδομένος -η -ο [δeδoménos] Ε3 : 1. που είναι καθορισμένος, συγκεκριμένος, γνωστός: Οι δεδομένες οικονομικές συνθήκες επιβάλλουν
Σε μια δεδομένη στιγμή / περιοχή, κάποια. || που είναι υπαρκτός, αποδεκτός και ως εκ τούτου αποτελεί βάση ή προϋπόθεση: Θεωρώ δεδομένη την αθωότητά του. Είναι δεδομένη η επιτυχία του προγράμματος. Mε δεδομένη την αδυναμία της κυβέρνησης να εισπράξει τους φόρους
2. (ως σύνδεσμος) δεδομένου ότι, εφόσον, αφού, επειδή: Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν τα οικονομικά περιθώρια, θα πρέπει να διακοπεί η έκδοση του περιοδικού. 3. (ως ουσ.) το δεδομένο: α. στοιχείο γνωστό ή αποδεκτό το οποίο αποτελεί βάση ή προϋπόθεση: Tα δεδομένα του προβλήματος. Επιστημονικά δεδομένα. Tα δεδομένα μας είναι ανεπαρκή. Θεωρώ / παίρνω κτ. ως δεδομένο. || (πληροφ.) κωδικοποιημένα στοιχεία, τα οποία μπορεί να τα δεχτεί, να τα αποθηκεύσει, να τα επεξεργαστεί ή να τα παρουσιάσει ο υπολογιστής: Bάση δεδομένων, σύνολο από δεδομένα που είναι έτσι ταξινομημένα και αποθηκευμένα, ώστε μπορούν να επιλεγούν με διάφορους τρόπους και από διάφορα προγράμματα. β. (πληθ.) κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και που ισχύει: Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα σημερινά δεδομένα.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. δίδωμι `δίνω, παραχωρώ επιχείρημα΄ με βάση το ουδ. πληθ. τά δεδομένα (τίτλος συγγράμματος του Ευκλείδη) & σημδ. γαλλ. donnée, les données]



