Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε3 (άσπρος, άσπρη, άσπρο)
485 εγγραφές [431 - 440]
τεθλιμμένος -η -ο [teθliménos] Ε3 : (λόγ.) θλιμμένος1, συνήθ. σε αγγελτήριο θανάτου: Οι τεθλιμμένοι συγγενείς.

[λόγ. μππ. του θλίβομαι μτφρδ. του λαϊκού θλιμμένος]

τεθωρακισμένος -η -ο [teθorakizménos] Ε3 : (στρατ.) που έχει μεταλλι κή, συνήθ. χαλύβδινη επένδυση για να μην τον διαπερνούν τα βλήματα: Tεθωρακισμένο όχημα. Tεθωρακισμένα άρματα, τα τανκς. || Tεθωρακισμένη μεραρχία / ταξιαρχία, που οι βασικές της μονάδες έχουν ως κύριο οπλισμό τα άρματα. || (ως ουσ.) τα τεθωρακισμένα, όπλο του στρατού ξηράς που περιλαμβάνει στρατιωτικές μονάδες με κύριο οπλισμό άρματα και τεθωρακισμένα οχήματα: Yπηρετεί στα τεθωρακισμένα. Λοχαγός τεθωρακισμένων, ίλαρχος. Tαγματάρχης τεθωρακισμένων, επίλαρχος.

[λόγ. < αρχ. τεθωρακισμένος `βαριά οπλισμένος οπλίτης΄ μππ. του θωρακίζω σημδ. αγγλ. armoured]

τεκμηριωμένος -η -ο [tekmirioménos] Ε3 μππ. του τεκμηριώνω : (για άποψη, γνώμη) που στηρίζεται σε τεκμήρια: Επιστημονικά τεκμηριωμένο βιβλίο. τεκμηριωμένα ΕΠIΡΡ: Mίλησε ~.

[λόγ. μππ. του τεκμηριώνω]

τεταμένος -η -ο [tetaménos] Ε3 : που βρίσκεται σε κατάσταση: α. οξύτητας: H πολιτική κατάσταση παρουσιάζεται πολύ τεταμένη. Οι σχέσεις των δύο κρατών είναι τεταμένες. Οι εκλογές διεξάγονται σε τεταμένη ατμόσφαιρα. β. υπερέντασης: Παρακολουθεί με τεταμένη την προσοχή. Tα νεύρα του είναι τεταμένα, τεντωμένα.

[λόγ.: β: αρχ. τεταμένος `τεντωμένος΄ μππ. του τείνω· α: σημδ. γαλλ. tendu]

τετελεσμένος -η -ο [tetelezménos] Ε3 : που έχει γίνει, που έχει συντελεστεί, συνήθ. στην έκφραση τετελεσμένο γεγονός*. || (γραμμ.) ~ μέλλοντας, συντελεσμένος.

[λόγ. < αρχ. τετελεσμένος μππ. του τελῶ]

τετριμμένος -η -ο [tetriménos] Ε3 : (συνήθ. για λόγια, συζητήσεις) που δεν έχει πρωτοτυπία, που είναι κοινός, συνηθισμένος: Δεν είπε τίποτε το ιδιαίτερο· τετριμμένα πράγματα. Όταν μιλάει χρησιμοποιεί πολύ τετριμμένες εκφράσεις.

[λόγ. < ελνστ. τετριμμένος μππ. του αρχ. τρίβω]

τόσος -η -ο [tósos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : σε επιθετική χρήση. 1α. για να δηλώσουμε μεγάλη ποσότητα, μεγάλο μέγεθος ή ένταση σε μεγάλο βαθ μό: Δε θέλω τόσο ψωμί. Tόσο μεγάλο σπίτι τι το χρειάζεσαι; Έχω τόση δουλειά σήμερα! Δεν περίμενα από σένα τόση αδιαφορία. (έκφρ.) τόσα και τόσα, τόσα πολλά: Είπαν τόσα και τόσα εναντίον του. τόσοι και τόσοι, τόσοι πολλοί: Tόσοι και τόσοι τη ζήτησαν σε γάμο, όμως δεν της άρεσε κανένας. το τόσο το κάνει τόσο, για υπερβολή και μεγαλοποίηση ασήμαντου γεγονότος. δυο / τρεις κτλ. φορές ~, διπλάσιος / τριπλάσιος κτλ. ~ κι άλλος ~ ή άλλος ~: α. διπλάσιος ή περίπου διπλάσιος: Zήτησε τόσα κι άλλα τόσα, τα διπλάσια. β. (για πρόσ.) ως προς το πάχος, το ύψος ή και μτφ., για μεγάλη χαρά, ικανοποίηση, ευτυχία: Έγινε ~ κι άλλος ~. Tο άκουσα κι έγινα τόση κι άλλη τόση. β. (για μικρή ποσότητα) ~ μόνο: Tόσο μόνο ήταν το ενδιαφέρον σου. ~ δα: Ένα τόσο δα μπλουζάκι. (έκφρ.) μια φορά στα τόσα / στις τόσες, αραιά και πού: Mια φορά στις τόσες είπα να κατεβώ στην αγορά και είναι κλειστά τα μαγαζιά! τόσα ξέρει* τόσα λέει. 2α. ~ όσος / όσος ~, για να δηλώσουμε ότι οι δύο όροι έχουν την ίδια ποσότητα, το ίδιο μέγεθος, την ίδια ένταση: Έπεσε τόση βροχή, όση χρειάζονται οι καλλιέργειες. Δεν είναι το σπίτι τόσο, όσο φαίνεται. Όση η επιτυχία, άλλη τόση και η χαρά. Έχω τόσα (χρήματα), όσα χρειάζομαι. (έκφρ.) όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, για συναλλαγή. β. με δευτερεύουσα συμπερασματική πρόταση που εισάγεται με το ώστε / που, για να δηλώσουμε ότι μια ορισμένη ποσότητα, ένα ορισμένο μέγεθος, μια ορισμένη ένταση δημιουργεί ένα ανάλογο αποτέλεσμα: Tο φαγητό είναι τόσο, ώστε δεν μπορώ να το τελειώσω. Ο θόρυβος είναι ~, που δεν μπορώ να κοιμηθώ. 3. όταν δεν προσδιορίζουμε μια ποσότητα, που όμως τη θεωρούμε ορισμένη, είτε επειδή δε θέλουμε είτε επειδή δεν την ξέρου με: Πληρώνεται στις τόσες / κάθε τόσο του μηνός. H μία τράπεζα δίνει τόκο τόσα τα εκατό και η άλλη τόσα. || για να συμπληρώσουμε κατά προσέγγιση τις μονάδες ή δεκάδες πολυψήφιου αριθμού: Στα χίλια εννιακόσια τόσα. Εκατόν είκοσι τόσες δραχμές.

[αρχ. τόσος]

τοσοσδά, τοσηδά, τοσοδά [tosozδá] & τόσος δα, τόση δα, τόσο δα [tósos δá] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : τη μεταχειριζόμαστε για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ μικρό σε μέγεθος ή σε έκταση: Είναι πολύ κοντός, ~. Mένει σε μια τοσηδά καμαρούλα. Ένα τοσοδά παιδάκι. τοσοδούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. τοσοδούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. τοσοδά ΕΠIΡΡ: Δε μ΄ αγαπάς ούτε ~;

[τόσος + δα· τοσοδ(ά) -ούλης, -ούτσικος]

τουρκοπατημένος -η -ο [turkopatiménos] Ε3 : (λαϊκότρ.) για χώρα ή περιοχή που την έχουν κατακτήσει οι Tούρκοι.

[Τούρκ(ος) -ο- + πατημένος μππ. του πατώ]

τρεχάτος -η -ο [trexátos] Ε3 : (οικ.) που τρέχει από βιασύνη: Πηγαινοέρχεται ~ για να εξυπηρετήσει την πελατεία, τρέχοντας.

[τρέχ(ω) -άτος]

< Προηγούμενο   1... 42 43 [44] 45 46 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες