Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
485 εγγραφές [421 - 430] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντελεσμένος -η -ο [sindelezménos] Ε3 μππ. του συντελώ : α.που έχει συντελεστεί, που έχει ολοκληρωθεί: H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα έγκλημα ήδη συντελεσμένο. β. (γραμμ.) ~ μέλλοντας, ο μέλλοντας που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα θα έχει ολοκληρωθεί στο μέλλον ύστερα από ορισμένο καιρό. συντελεσμένοι χρόνοι, οι συντελικοί χρόνοι.
[λόγ. μππ. < αρχ. συντελώ μτφρδ. αγγλ.(;) perfect]
- συντεταγμένος -η -ο [sindetaγménos] Ε3 : 1.(λόγ.) συνταγμένος: Οι μαθητές βάδιζαν συντεταγμένοι, παρατεταγμένοι. || Συντεταγμένη πολιτεία, οργανωμένη σύμφωνα με νόμους. 2. (ως ουσ.) η συντεταγμένη: α. (μαθημ.) καθένα από τα στοιχεία με τα οποία ορίζεται γεωμετρικά η θέση ενός σημείου σε μια επίπεδη επιφάνεια ή στο διάστημα: Γεωγραφικές συντεταγμένες ενός τόπου, το γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Γεωδαιτικές συντεταγμένες, το μήκος και το ύψος ενός σημείου. β. (μτφ., πληθ.) τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε το χώρο, το περιβάλλον όπου ανήκει κάποιος ή κτ.: Οι πολιτικές συντεταγμένες ενός ατόμου. Οι συντεταγμένες του ιδεολογικού χώρου όπου κινείται σήμερα η νεολαία μας.
[λόγ.: 1: αρχ. συντεταγμένος `σε θέση μάχης΄ μππ. του συντάσσω· 2: σημδ. γαλλ. coordonnées (πληθ.)]
- συντετμημένος -η -ο [sindetmiménos] Ε3 : που έχει υποστεί σύντμηση: ~ τύπος μιας λέξης. Συντετμημένη λέξη, συντομογραφημένη.
[λόγ. μππ. < αρχ. συντέμνω]
- συντετριμμένος -η -ο [sindetriménos] Ε3 : που αισθάνεται συντριβή, βαθιά θλίψη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Είναι ~ για το θάνατο του παιδιού του.
[λόγ. < ελνστ. συντετριμμένος μππ. του αρχ. συντρίβω]
- συντονισμένος -η -ο [sindonizménos] Ε3 μππ. του συντονίζω : που τον έχουν συντονίσει ή που έχει συντονιστεί. ANT ασυντόνιστος: Συντονισμένες ενέργειες.
συντονισμένα ΕΠIΡΡ: Πρέπει να δράσουμε ~. [λόγ. μππ. του συντονίζω]
- συστημένος -η -ο [sistiménos] Ε3 μππ. του συστήνω 1 και του συνιστώ 2 : 1.για επιστολή ή για δέμα που ταχυδρομείται με ειδικό τέλος και που παραδίδεται ιδιοχείρως στον παραλήπτη. 2. που τον έχουν συστήσει, τον έχουν υποδείξει ως ικανό ή ως κατάλληλο: Aυτός ο νέος μού ήρθε ~ από γνωστό μου, για να τον προσλάβω στην επιχείρησή μου.
[λόγ. μππ. του ρ. συστήνω και του συνιστώ]
- συφοριασμένος -η -ο [siforjazménos] Ε3 : (οικ.) 1. (για πρόσ.) α. δυστυχισμένος. β. που η εξωτερική του εμφάνιση είναι άθλια και δείχνει άνθρωπο δυστυχισμένο. 2. για κτ. που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση· ΣYN ΦΡ της συμφοράς*.
[μππ. του συφοριάζομαι < συφορ(ά) -ιάζω, -ομαι]
- συχωρεμένος -η -ο [sixoreménos] & σχωρεμένος -η -ο [sxoreménos] Ε3 : (οικ.) 1. που τον έχουν συγχωρήσει· συγχωρημένος: ~ να ΄σαι, απάντηση σε αίτηση συγγνώμης. 2. μακαρίτης: Ο ~ ο πατέρας μου. H γιαγιά μου η συχωρεμένη. || (ως ουσ.): Ο ~ / η συχωρεμένη άφησε μεγάλη περιουσία.
[μππ. του συχωρώ· συγκ. του άτ. [i] ]
- σφιχτοδεμένος -η -ο [sfixtoδeménos] Ε3 : 1.για κτ. που το έχουν δέσει σφιχτά. 2. που έχει σφιχτούς μυς, που δεν είναι πλαδαρός.
[σφιχτ(ά) -ο- + δεμένος μππ. του δένω]
- τεθλασμένος -η -ο [teθlazménos] Ε3 : (γεωμ.) τεθλασμένη γραμμή, και ως ουσ., η τεθλασμένη, που αποτελείται από ευθείες χωρίς να είναι η ίδια ευθεία: H ευθεία είναι συντομότερη από την τεθλασμένη. (λόγ.) ΦΡ διά της τεθλασμένης (οδού), με πλάγια μέσα· ΣYN ΦΡ διά της πλαγίας οδού.
[λόγ. < ελνστ. τεθλασμένη `σπασμένη΄ μππ. του αρχ. θλῶ `σπάω΄ σημδ. γαλλ. (ligne) brisée]