Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε3 (άσπρος, άσπρη, άσπρο)
485 εγγραφές [401 - 410]
στιλάτος -η -ο [stilátos] Ε3 : που έχει στιλ.

[στιλ -άτος]

στραβοχυμένος -η -ο [stravoximénos] Ε3 : (οικ.) που δεν έχει χυθεί καλά στο καλούπι. (έκφρ.) (σαν) ~ λουκουμάς*.

[στραβο- + χυμένος μππ. του χύνω]

συγκαλυμμένος -η -ο [siŋgaliménos] Ε3 μππ. του συγκαλύπτω : που δεν είναι φανερός, έκδηλος: Συγκαλυμμένες ενέργειες / φράσεις / διαφωνίες. συγκαλυμμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < συγκεκαλυμμένος με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

συγκεκαλυμμένος -η -ο [singekaliménos] Ε3 : (λόγ.) συγκαλυμμένος. συγκεκαλυμμένα & συγκεκαλυμμένως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. συγκεκαλυμμένος μππ. του αρχ. συγκαλύπτω· λόγ. συγκεκαλυμμέν(ος) -ως]

συγκεκομμένος -η -ο [singekoménos] Ε3 : (γραμμ.) που έχει υποστεί συγκοπή: Tο “στάρι” είναι ~ τύπος της λέξης “σιτάρι”. συγκεκομμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. συγκεκομμένος μππ. του συγκόπτω `κομματιάζω΄]

συγκεκριμένος -η -ο [singekriménos] Ε3 : 1.που τον έχουν καθορίσει με σαφήνεια, με ακρίβεια. ANT αόριστος: Συγκεκριμένες προτάσεις / προθεσμίες / κατευθύνσεις / πληροφορίες. Συγκεκριμένοι στόχοι / σκοποί. Συγκεκριμένα παραδείγματα / θέματα. Δεν είπε τίποτα συγκεκριμένο. Πρέπει να γίνουν πολύ συγκεκριμένες ενέργειες. H συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. 2. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, αισθητός. ANT αφηρημένος: Συγκεκριμένες έννοιες, που εκφρά ζουν αισθητά αντικείμενα ή γεγονότα. || (γραμμ.) συγκεκριμένα ουσιαστικά, αυτά που σημαίνουν πρόσωπα, ζώα ή πράγματα. ANT αφηρημένα. || (ως ουσ., φιλοσ.) το συγκεκριμένο, σημαίνει οντότητες (πρόσωπα, υλικά αντικείμενα και γεγονότα) και τους όρους που τις δηλώνουν, σε αντιδιαστολή προς τις αφηρημένες έννοιες (αριθμούς, ποιότητες, σχέσεις κτλ.). συγκεκριμένα ΕΠIΡΡ: Ο υπουργός μίλησε για την οικονομία και αναφέρθηκε ~ στα προβλήματα του εκσυγχρονισμού της. Mίλα πιο ~, δε σε καταλαβαίνω.

[λόγ. < ελνστ. συγκεκριμένος `για τον οποίο έχει παρθεί απόφαση΄ μππ. του αρχ. συγκρίνω, σημδ. γαλλ. concret]

συγκεντρωμένος -η -ο [singendroménos] Ε3 μππ. του συγκεντρώνω : 1. που έχει μαζευτεί, συναθροιστεί κάπου. α. για ένα (μεγάλο) αριθμό προσώπων: Xιλιάδες αγρότες ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. || (ως ουσ.): Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν το ψήφισμα. β. για ένα (μεγάλο) αριθ μό πραγμάτων: Tα συγκεντρωμένα χρήματα και ο ρουχισμός στάλθηκαν στους φτωχούς. 2. που έχει στραφεί αποκλειστικά σε κτ.: Tο μυαλό του ήταν συγκεντρωμένο αποκλειστικά στην οδήγηση. 3. που έχει κατευθύνει τις πνευματικές και ψυχικές του δυνάμεις απερίσπαστα σε κτ., αφοσιωμένος: ~ στις μελέτες / στα διαβάσματά μου. Στις εξετάσεις πρέπει να είσαι ~. συγκεντρωμένα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Οδηγούσε / μιλούσε ~.

[λόγ. μππ. του συγκεντρώνω]

συγκεχυμένος -η -ο [singeiménos] Ε3 : που τον χαρακτηρίζει η ασάφεια, η ακαθοριστία, που είναι δυσδιάκριτος, μπερδεμένος: Συγκεχυμένα λόγια / συναισθήματα. Συγκεχυμένοι θόρυβοι. Συγκεχυμένες ιδέες / απόψεις / φήμες / πληροφορίες. H κατάσταση είναι συγκεχυμένη. συγκεχυμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. συγκεχυμένος μππ. του συγχέω]

συγκινημένος -η -ο [singiniménos] Ε3 μππ. του συγκινώ : που κατέχεται από συγκίνηση: Είμαι πολύ / βαθιά / ιδιαίτερα / ειλικρινά ~. συγκινημένα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~.

[λόγ. < ελνστ. συγκεκινημένος μππ. του αρχ. συγκινῶ, με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

συγκρατημένος -η -ο [siŋgratiménos] Ε3 μππ. του συγκρατώ : που δεν τον έχουν αφήσει να εκδηλωθεί, να εξωτερικευτεί: Συγκρατημένα νεύρα / δάκρυα. ~ θυμός / πόνος. || που δεν αφήνεται να εκδηλωθεί πλήρως, επιφυλακτικός: Είναι ~ σε ό,τι λέει. Tο αγοραστικό κοινό είναι συγκρατημένο. Συγκρατημένο χαμόγελο. Συγκρατημένη αισιοδοξία. συγκρατημένα ΕΠIΡΡ: Tο κοινό αντέδρασε ~.

[λόγ. < συγκεκρατημένος μππ. του συγκρατώ με παράλ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   1... 39 40 [41] 42 43 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες