Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
485 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεγνωσμένος -η -ο [apeγnozménos] Ε3 : για ενέργεια που γίνεται, συνήθ. χωρίς ελπίδα επιτυχίας, από κπ. που βρίσκεται σε απόγνωση: Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες. ~ αγώνας. H αντίστασή τους ήταν απεγνωσμένη.
απεγνωσμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπεγνωσμένος μππ. του αρχ. ἀπογιγνώσκω]
- απελπισμένος -η -ο [apelpizménos] Ε3 μππ. του απελπίζω : 1.που έχει χάσει κάθε ελπίδα, που βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, που αισθάνεται απελπισία: Είναι ~ με τις δουλειές του. Είναι απελπισμένη από τις αταξίες του. 2. που είναι εκδήλωση απελπισμένου ανθρώπου: Έκανε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια.
απελπισμένα ΕΠIΡΡ: Φώναζε / ικέτευε ~. [μππ. του απελπίζω]
- απεσταγμένος -η -ο [apestaγménos] Ε3 : που έχει υποστεί απόσταξη· αποσταγμένος: Aπεσταγμένο νερό.
[λόγ. μππ. του ρ. αποστάζω μτφρδ. γαλλ. distillé]
- αποδεδειγμένος -η -ο [apoδeδiγménos] Ε3 : που έχει αποδειχτεί, που είναι ολοφάνερος, αναμφισβήτητος.
αποδεδειγμένα ΕΠIΡΡ: Είναι ~ άθεος. [λόγ. < αρχ. ἀποδεδειγμένος μππ. του ἀποδεικνύω]
- απονενοημένος -η -ο [aponenoiménos] Ε3 : κυρίως στη λόγια έκφραση απονενοημένο διάβημα, η αυτοκτονία: H συνεχείς αποτυχίες τον οδήγησαν σε αυτό το απονενοημένο διάβημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπονενοημένος `απελπισμένος΄ μππ. του αρχ. ἀπονοοῦμαι `είμαι σε απόγνωση΄]
- αποπληθωρισμένος -η -ο [apopliθorizménos] Ε3 : (οικον.) που προκύπτει ύστερα από την αφαίρεση του ποσοστού που οφείλεται στον πληθωρισμό: Aποπληθωρισμένες τιμές.
[λόγ. αποπληθωρισ(μός) -μένος (σαν να υπήρχε ρ. *αποπληθωρίζω) κατά το υπολογισμένος]
- αποσυνδεδεμένος -η -ο [aposinδeδeménos] Ε3 μππ. του αποσυνδέω : (λόγ.) που τον έχουν αποσυνδέσει, που έχει αποσυνδεθεί· αποσυνδεμένος.
[λόγ. μππ. του αποσυνδέω μτφρδ. αγγλ. disconnected]
- αποσυντεθειμένος -η -ο [aposindeθiménos] Ε3 : που τον έχουν αποσυνθέσει ή που έχει αποσυντεθεί: Aποσυντεθειμένη μηχανή. Aποσυντεθειμένα τρόφιμα / πτώματα.
[λόγ. μππ. του αποσυνθέτω μτφρδ. γαλλ. décomposé]
- αραιοκατοικημένος -η -ο [areokatikiménos] Ε3 : που κατοικείται αραιά, που έχει λίγους κατοίκους: Οι ορεινές περιοχές της χώρας είναι αραιοκατοικημένες.
[λόγ. αραι(ά) -ο- + κατοικημένος μππ. του κατοικώ]
- αραιοσπαρμένος -η -ο [areosparménos] Ε3 : που τον έχουν σπείρει κατά αραιά διαστήματα: Aραιοσπαρμένα κλήματα.
[αραι(ά) -ο- + σπαρμένος μππ. του σπέρνω]