Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 485 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντεταλμένος -η -ο [endetalménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει επίσημη εντολή να πράξει κτ.: ~ υφηγητής, που έχει εντολή διδασκαλίας. Ο έλεγχος έγινε από νομίμως εντεταλμένους υπαλλήλους. || για ό,τι γίνεται ύστε ρα από εντολή: Εντεταλμένη υπηρεσία.
[λόγ. < ελνστ. πληθ. ἐντεταλμένοι μππ. του αρχ. ἐντέλλομαι]
- εξεζητημένος -η -ο [eksezitiménos] Ε3 : (για συμπεριφορά, πράξη κτλ.) που χαρακτηρίζεται από υπερβολική φροντίδα για το τέλειο ή το ασυνήθιστο· (πρβ. επιτηδευμένος): Εξεζητημένοι τρόποι. Εξεζητημένες εκφράσεις. Εξεζητημένη συμπεριφορά / ευγένεια / εμφάνιση / κομψότητα. Εξεζητημένο ύφος / ντύσιμο / χτένισμα.
εξεζητημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του ελνστ. ἐκζητῶ `απαιτώ απολογισμό΄ κατά τη σημ. του ελνστ. επιρρ. ἐξεζητημένως `με εξεζητημένο τρόπο΄]
- εξημμένος -η -ο [eksiménos] Ε3 : που χαρακτηρίζεται από υπερβολική έξαψη, ένταση ή διέγερση: Yπάρχει κίνδυνος ταραχών, γιατί τα πνεύματα είναι πολύ εξημμένα. Εξημμένη φαντασία, υπερβολικά έντονη.
[λόγ. < αρχ. μππ. του ἐξάπτομαι (δες εξάπτω)]
- επανειλημμένος -η -ο [epaniliménos] Ε3 μππ. του επαναλαμβάνω (συνήθ. πληθ.) : που έχει γίνει πολλές φορές: Επανειλημμένες προσπάθειες. Επανειλημμένα διαβήματα. Δεν κυρίεψαν το φρούριο παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις.
επανειλημμένα & επανειλημμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω / λέω ~ κτ. Tον έχω συναντήσει ~ αλλά τίποτα δε μου είπε. Επανειλημμένως σου ζήτησα να μη με ενοχλείς. [λόγ. < αρχ. ἐπανειλημμένος μππ. του ἐπαναλαμβάνω σημδ. αγγλ.(;) repeated, repeatedly· λόγ. επανειλημμέν(ος) -ως]
- επεκτεταμένος -η -ο [epektetaménos] & επεκταμένος -η -ο [epektamé nos] Ε3 μππ. του επεκτείνω : που τον έχουν επεκτείνει, που έχει επεκταθεί.
[λόγ. < αρχ. ἐπεκτεταμένος μππ. του ἐπεκτείνω· αποβ. του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]
- επηρμένος -η -ο [epirménos] Ε3 μππ. του επαίρομαι : που χαρακτηρίζεται από έπαρση: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
επηρμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μππ. ἐπηρμένος του αρχ. ρ. ἐπαίρομαι]
- επιβεβλημένος -η -ο [epivevliménos] Ε3 : που επιβάλλεται, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει: Επιβεβλημένη πράξη / ενέργεια. Επιβεβλημένο καθήκον. Είναι επιβεβλημένο να
, επιβάλλεται να
: Kρίνω / θεωρώ επιβεβλημένο να σας ανακοινώσω την παραίτησή μου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβλημένος μππ. του ἐπιβάλλομαι `πέφτω επάνω, βάζω επάνω μου΄ (σύγκρ. επιβάλλω) σημδ. γαλλ. imposé]
- επιμελημένος -η -ο [epimeliménos] Ε3 : που χαρακτηρίζεται και ιδίως έχει γίνει με επιμέλεια, έντονη και συνεχή φροντίδα, προσπάθεια και ενδιαφέρον· φροντισμένος: Επιμελημένο ντύσιμο / χτένισμα. Επιμελημένη δουλειά.
[λόγ. μππ. του επιμελούμαι]
- επιτετραμμένος -η -ο [epitetraménos] Ε3 : 1.(ως ουσ.) ο επιτετραμμένος, χαρακτηρισμός διπλωματικού εκπροσώπου μιας χώρας σε άλλη: Προσωρινός ~, που αντικαθιστά τον πρεσβευτή, όταν απουσιάζει. Mόνιμος ~, όταν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν απαιτούν εκπρόσωπο ανώτερου βαθμού λ.χ. πρεσβευτή. 2. (λόγ.) (για πρόσ.) επιφορτισμένος.
[λόγ. επίθ. < αρχ. οἱ ἐπιτετραμμένοι (ουσιαστικοπ. πληθ. μππ. του ἐπιτρέπω) `αυτοί που τους έχει ανατεθεί μια υπόθεση, που έχουν επιφορτιστεί΄ σημδ. γαλλ. chargé, chargé d΄affaires]
- επιτηδευμένος -η -ο [epitiδevménos] Ε3 μππ. του επιτηδεύομαι : (για ανθρώπινη ενέργεια, συμπεριφορά κτλ.) ANT ανεπιτήδευτος. α. υπερβολικά προσεγμένος: Επιτηδευμένο γράψιμο / ντύσιμο. Επιτηδευμένη κομψότητα. β. προσποιητός, όχι γνήσιος: Επιτηδευμένη συμπεριφορά. Επιτηδευμένο χαμόγελο. Επιτηδευμένη ευγένεια, πλαστή. Επιτηδευμένοι τρόποι.
επιτηδευμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπιτετηδευμένος μππ. του ἐπιτηδεύομαι `εξασκημένος με τέχνη και όχι από φυσικού΄ με παράλειψη του αναδιπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]



