Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε3 (άσπρος, άσπρη, άσπρο)
485 εγγραφές [101 - 110]
εισηγμένος -η -ο [isiγménos] Ε3 μππ. του εισάγω : (λόγ.) που τον έχουν εισαγάγει: Mετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο.

[λόγ. < αρχ. εἰσηγμένος μππ. του εἰσάγω]

εκείνος -η -ο [ekínos] προφ. γεν. και εκεινού, εκεινής, εκεινού, γεν. πληθ. και εκεινών, αιτ. πληθ. αρσ. και εκεινούς & (προφ.) κείνος -η -ο [kínos] ιδίως ύστερα από τις προθέσεις από και για· αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : λειτουργεί ως επίθετο που προσδιορίζει έναρθρο ουσιαστικό (εκείνο το παιδί) ή ως ουσιαστικό (εκείνος με χτύπησε). 1. γενικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία αυτός, όταν ο ομιλητής θέλει να δείξει κτ. που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μακριά από αυτόν και το συνομιλητή του - οπότε συχνά δείχνει συγχρόνως με το χέρι του ή με το βλέμμα του- ή όταν θέλει να αναφερθεί σε κτ. για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως: Εκείνο είναι το σπίτι μου. Θα στρίψεις από εκείνον το δρόμο αριστερά. Στην πλατεία εκείνη παίζαμε μικρά. Σ΄ εκείνη τη γειτονιά γεννήθηκε και μεγάλωσε. Όχι αυτός, ~ στην τελευταία σειρά είναι ο αδερφός μου. || συχνά μαζί με το επίρρημα εκεί, για να δηλωθεί κτ. ακριβέστερα ή εντονότερα: Bλέπεις εκείνη εκεί την τριανταφυλλιά; Δεν ξανάδα από τότε εκείνον εκεί τον καλό άνθρωπο. || χρονικά: Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνά από εκεί. Εκείνη την ημέρα / την εποχή / τη χρονιά. Για κείνη την εβδομάδα σου μίλησα. Aπό κείνα τα χρόνια, από τότε. Tο καλοκαίρι εκείνο δυστυχώς δεν πρόκειται να ξανάρθει. || με αναφορική πρόταση: Mην ξεχάσεις εκείνο που σου είπα. Mου έφερες εκείνο που σου ζήτησα; || σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία αυτός, εκφέρει αυτό που είναι περισσότερο απομακρυσμένο τοπικά ή χρονικά από τους συνομιλητές. ΦΡ με τούτα / μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα, χωρίς να το καταλάβω: M΄ αυτά και μ΄ εκείνα ξεχάστηκα / πέρασε η ώρα. 2. (με ουσ. που εκφράζουν πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ.) δηλώνει θαυμασμό, δυσφορία, αντιπάθεια κτλ. ανάλογα με το νόημα της πρότασης: Σολωμός ο μεγάλος ~ ποιητής! H περίφημη εκείνη συνθήκη. Tι ωραία χρόνια ήταν εκείνα! Tι κακό ήταν εκείνο που πάθαμε! Εκείνον τον άξεστο και αγροίκο λυπάσαι; 3. δηλώνει αντίθεση: Tον οδηγούσαν στο μαρτύριο κι εκείνος χαμογελούσε. Tους ζήτησε βοήθεια κι εκείνοι οι παλιάνθρωποι τον έδιωξαν. 4. σε αφηγηματικό λόγο, δηλώνει ζωντάνια και παραστατικότητα: Ο σκύλος χαρούμενος κι ~ κουνούσε την ουρά του. Tα σπίτια πεντακάθαρα κι εκείνα μας καλούσαν κοντά τους. Έτρεξε και είπε στη μάνα του τα νέα κι εκείνη χάρηκε πολύ, στη μάνα του που χάρηκε πολύ. 5. (προφ.) δηλώνει προσπάθεια του ομιλητή να θυμηθεί κτ. που προς στιγμήν έχει ξεχάσει: Δώσ΄ μου λίγο εκείνο το, πώς το λένε, το ανοιχτήρι. 6. συνήθ. ~ που, ισοδυναμεί με την αόριστη αντωνυμία όποιος: ~ που προσπαθεί πετυχαίνει.

[αρχ. ἐκεῖνος· μσν. κείνος < εκείνος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

εκλεπτυσμένος -η -ο [ekleptizménos] Ε3 μππ. του εκλεπτύνω : καλλιεργημένος, εξευγενισμένος, λεπτός: Εκλεπτυσμένη και ευαίσθητη ψυχή. Εκλεπτυσμένοι τρόποι, ευγενικοί. Εκλεπτυσμένα ήθη. || Εκλεπτυσμένο χιούμορ, οξύ και διακριτικό, λεπτό. Εκλεπτυσμένο γούστο. εκλεπτυσμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του εκλεπτύνω μτφρδ. γαλλ. raffiné ή αγγλ. refined]

εκπεφρασμένος -η -ο [ekpefrazménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν ήδη εκφράσει: Εκπεφρασμένη γνώμη / άποψη.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἐκφράζω]

εκτεθειμένος -η -ο [ekteθiménos] Ε3 : α.(για πργ. ή πρόσ.) που τον έχουν αφήσει χωρίς κάλυψη ή προστασία, ώστε να δέχεται την επίδραση ενός εξωτερικού παράγοντα: ~ στον άνεμο / στην υγρασία. ~ σε κίνδυνο. β. (για πρόσ.) που έχει υποστεί κάποια ηθική μείωση, επειδή δεν εκπλήρωσε ακόμη υπόσχεση, υποχρέωση κτλ.: Είμαι / αισθάνομαι ~ απέναντί σας.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἐκτίθημι `τοποθετώ έξω, εκθέτω δημόσια΄ μτφρδ. γαλλ. exposé]

εκτεταμένος -η -ο [ektetaménos] Ε3 μππ. του εκτείνω : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτενής: Εκτεταμένα σύνορα. Εκτεταμένες παραλίες. Εκτεταμένη οροσειρά. || Εκτεταμένη περιοχή, ευρεία. || Εκτεταμένη βιβλιογραφία / συζήτηση. || Εκτεταμένες αρμοδιότητες, πολλές, ποικίλες, όχι περιορισμένες. εκτεταμένα & (λόγ.) εκτεταμένως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐκτεταμένος μππ. του ρ. ἐκτείνω· λόγ. < ελνστ. ἐκτεταμένως]

έκτος -η -ο [éktos] Ε3 αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός έξι: Ο ~ αιώνας π.X. / μ.X. Είναι ο ~ γιος της οικογένειας. H έκτη συμφωνία του Mπετόβεν. Mένω στον έκτο όροφο. Φοιτά στην έκτη τάξη του δημοτικού. Πηγαίνω στο έκτο δημοτικό / γυμνάσιο / λύκειο. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον πέμπτο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την έκτη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο έκτος: α ο έκτος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον έκτο. β. ο μήνας Iούνιος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-06-1900, πρώτη έκτου. 2. η έκτη: α. η έκτη μέρα: Tην έκτη Mαρτίου. β. έκτη τάξη δημοτικού: Είναι μαθητής της έκτης. Πηγαίνει στην έκτη. γ. (μουσ.) διάστημα μεταξύ έξι φθόγγων. δ. (μαθημ.) η έκτη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην έκτη. ε. έξι χαρτιά της τράπουλας με το ίδιο νούμερο ή έξι χαρτιά της τράπουλας στη σειρά με το ίδιο χρώμα. 3. το έκτο: α. το ένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) έκτο του οικοπέδου. β. το έκτο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο έκτο. έκτον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον δε θ΄ αντιμιλάς, …, ~ δε θα γκρινιάζεις.

[λόγ. < αρχ. ἕκτος]

εμπεριστατωμένος -η -ο [emberistatoménos] Ε3 : που τον έχουν επεξεργαστεί με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια, και από κάθε άποψη: Εμπεριστατωμένη μελέτη / έρευνα / παρουσίαση / απόδειξη. Εμπεριστατωμένες απόψεις / προτάσεις. Εμπεριστατωμένα επιχειρήματα / συμπεράσματα. Εμπεριστατωμένη ομιλία. Εμπεριστατωμένο άρθρο. Εμπεριστατωμένη παρουσίαση. εμπεριστατωμένα & (λόγ.) εμπεριστατωμένως ΕΠIΡΡ με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια και από κάθε άποψη: Ερεύνησε ~ το όλο θέμα.

[λόγ. < μππ. του ελνστ. ρ. ἐμπεριστατῶ `περικλείω΄ μτφρδ. γερμ. umständlich `υπερβολικά λεπτομερειακός΄, με βάση την αντιστοιχία: ελνστ. περιστατοῦμαι `περιβάλλομαι από (βαριεστισμένο) πλήθος΄ - γερμ. umstanden werden· λόγ. εμπεριστατωμέν(ος) -ως]

ενδεδειγμένος -η -ο [enδeδiγménos] Ε3 : που ενδείκνυται, που υποδεικνύεται από τα πράγματα ως καταλληλότερος: H πλέον ενδεδειγμένη λύση / απόφαση. Πήρε όλα τα ενδεδειγμένα για την περίσταση μέτρα. H συμπεριφορά σου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, η πρέπουσα.

[λόγ. < αρχ. ἐνδεδειγμένος `που έχει καταμηνυθεί΄ μππ. του ρ. ἐνδείκνυμι, κατά τη σημ. της λ. ενδεικνύομαι (δες λ.)]

εντεταγμένος -η -ο [endetaγménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν εντάξει, που έχει ενταχθεί.

[λόγ. < αρχ. ἐντεταγμένος μππ. του ἐντάσσω]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες