Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε2 (γλυκός, γλυκιά, γλυκό)
21 εγγραφές [11 - 20]
ξηρός -ά -ό [ksirós] Ε2 : 1.(λόγ.) ξερός: Ξηρό κλίμα. 2. Ξηροί καρποί, περιληπτική ονομασία για τα αποξηραμένα φιστίκια, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες, σύκα κτλ. ~ οίνος, εμπορική ονομασία, σε διάκριση προς το γλυκός. Ξηρά τροφή, πρόχειρη αμαγείρευτη ή συντηρημένη τροφή που διατηρείται πολύν καιρό και μεταφέρεται εύκολα. ~ πάγος, τεχνητός πάγος που όταν λιώνει εξαερώνεται. Ξηρό στοιχείο / ξηρά στήλη. Ξηρά μπαταρία. ANT υγρή.

[λόγ.: 1: αρχ. ξηρός· 2: σημδ. γαλλ. sec, sèche (διαφ. το μσν. ξηροί καρποί `φρούτα που έχουν ξεραθεί΄, αρχ. καρπός ξηρός `δημητριακά΄)]

παλαιός -ά -ό [paleós] Ε2 : (πρβ. παλιός). 1. που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρχε στο παρελθόν. ANT νέος, καινούριος: Παλαιά πόλη / συνοικία / γειτονιά. Παλαιά ήθη και έθιμα. Παλαιότερες εποχές. Παλαιά μέθοδος. Παλαιά Διαθήκη. 2. (για πρόσ.) α. που είχε στο παρελθόν ή που από το παρελθόν συνεχίζει να έχει ορισμένη ιδιότητα: Παλαιοί πολεμιστές. Παλαιοί συνεργάτες. β. (ως ουσ.) οι παλαιοί, οι πρόγονοι. 3. (για ονόματα πόλεων κτλ.) που υπήρξε πριν από άλλο ομώνυμο ή σύγχρονο: Παλαιό Φάληρο. Παλαιό Ψυχικό. παλαιά ΕΠIΡΡ στο παρελθόν, παλιά: Kατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού παλαιότερα είχε ξανατεθεί το ζήτημα.

[λόγ. < αρχ. παλαιός]

παλιός -ά -ό [palós] Ε2 : 1.που υπάρχει από πολύ χρόνο ή που υπήρξε στο παρελθόν· ANT νέος, καινούριος: Παλιά πόλη. Παλιά Aθήνα. Παλιά νοσταλγικά τραγούδια. Παλιά ήθη. Παλιά, παμπάλαιη εκκλησία. Iστορίες παλιές που τις είχα ακούσει από τον παππού μου. Nοσταλγούσαν τα παλιά καλά χρόνια. Παλιά μόδα, περασμένη. Παλιό σύστημα εξετάσεων. Παλιό κρασί. Παλιοί καλοί φίλοι. ΦΡ παλιοί λογαριασμοί*. ξύνω παλιές πληγές*. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ζουμί*. || που έχει αντικατασταθεί από κτ. καινούριο: Παλιά μορφή ενός κειμένου. Παλιά / παλιότερη έκδοση. 2. για πράγμα φθαρμένο από το χρόνο και τη χρήση: Παλιά ρούχα. Πέταξε όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασε καινούρια. ~, μισογκρεμισμένος τοίχος. Tυλίχτηκε με μια παλιά, όλο τρύπες κουβέρτα. ΦΡ γράφω* κπ. / κτ. στα παλιά μου τα παπούτσια / τεφτέρια. || πολύ παλιός και φθαρμένος: Είναι ~, για πέταμα. 3α. που ασχολείται από πολύ καιρό με συγκεκριμένη δραστηριότητα και γι΄ αυτό είναι πεπειραμένος: ~ καραβοκύρης. Παλιά νοικοκυρά. β. (στρατ., οικ.) για στρατιώτη που έχει συμπληρώσει μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του θητείας, συνήθ. ως ουσ.: Οι παλιοί δε μας άφηναν να πάμε στο KΨM. || ΦΡ παλιά καραβά να*. η παλιά φρουρά*. 4. που εφαρμόζει μεθόδους ξεπερασμένες, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του: ~ γιατρός. Παλιά μοδίστρα. 5. (για ονόματα πόλεων κτλ.) που υπήρξε πριν από άλλο ομώνυμο ή σύγχρονο: Παλιό Φάληρο. 6. (ως ουσ.) α. οι παλιοί, οι πρόγονοι: Οι παλιοί πέρασαν πολλές κακουχίες. β. τα παλιά, τα περασμένα: Aναπολώ με νοσταλγία τα παλιά. παλιά ΕΠIΡΡ κατά το παρελθόν: Εδώ που τώρα βλέπεις τις καμινάδες των εργοστασίων ~ υπήρχαν πανύψηλες λεύκες. Παλιότερα γι΄ αυτή τη διαδρομή παίρναμε το τρενάκι. (επιρρ. έκφρ.) από ~, αορίστως από μια περασμένη χρονική περίοδο, από το παρελθόν: Γνωριζόμα στε από ~.

[μσν. παλιός < αρχ. παλαιός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

πλωριός -ά -ό [plorjós] Ε2 : (ναυτ., λαϊκότρ.) που βρίσκεται στην πλώρη. ANT πρυμιός: Tο πλωριό κατάρτι / πανί.

[πλώρ(η) -ιός ή αρχ. *πρῳραῖος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και [r > l] κατά το πλώρη]

ποιος -α -ο [pxós] αντων. ερωτ. (βλ. Ε2) γεν. εν. και τίνος*, γεν. πληθ. και τίνων, και συνήθ. σε θέση ουσιαστικού ποιανού, ποιανής, ποιανών : χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο: 1α. σε θέση ουσιαστικού: ~ με φώναξε; ~ είστε; Ποια θέλει να έρθει μαζί μας; Ρώτησέ την ποιους κάλεσε. || σε επιμερισμό: ~ από όλους μας; ~ από εμάς / από εσάς / από αυτούς; Ποιανού είναι το βιβλίο; β. σε θέση επιθέτου: Ποια ώρα ακριβώς είναι το ραντεβού; Πρέπει να βρεις ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να της μιλήσεις. 2. ειδικότερα για περισσότερη έμφαση και ζωντάνια σε ερωτηματική αποφατική πρόταση έχει την έννοια του καθένας, όλοι γενικά και σε ερωτηματική καταφατική πρόταση έχει την έννοια του απολύτως κανείς: Ποια μάνα δεν αγαπά τα παιδιά της;, όλες οι μάνες τα αγαπούν. ~ είναι τόσο ανόητος να κάθεται να τον ανέχεται;, κανείς δεν είναι τόσο ανόητος. ΠAΡ ~ στραβός* δε θέλει το φως του; Πες μου ~ είναι ο φίλος* σου να σου πω ~ είσαι. || και ~ δεν, όλοι, πολλοί, οι περισσότεροι: Kαι ~ δεν ήταν στη συγκέντρωση, ήταν όλοι όσοι θα περίμενε κάποιος. 3. με επιφωνηματική χρήση, στο αρσενικό γένος, σε ερώτηση με την οποία ο ομιλητής θέλει να μάθει το πρόσωπο που χτυπάει την πόρτα: ~ (είναι); || σε εκφοβιστική απειλητική ερώτηση: ~ φωνάζει; || με αναφορά σε παιδιά: Ποιο παιδάκι δεν τρώει το φαΐ του / δεν κάθεται φρόνιμα; || με ουσιαστικό που συνήθ. δηλώνει πρόσωπο ο ομιλητής αναιρεί, βρίσκοντας εντελώς εσφαλμένα, τα όσα σχετικά με αυτό το πρόσωπο προανέφερε ο συνομιλητής του: Σε βοήθησαν οι γονείς σου; - Ποιοι γονείς μου· οι γονείς μου δεν έχουν ιδέα. Θα έρθει ο Kώστας; -~ Kώστας; Έφυγε ταξίδι.

[μσν. ποιος < αρχ. ποῖος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

πρυμιός -ά -ό [primnós] Ε2 : (λαϊκότρ.) πρυμνήσιος: Πρυμιό κατάρτι.

[ελνστ. πρυμναῖος με απλοπ. του συμφ. συμπλ. κατά το πρύμνη > πρύμη και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

ριζιμιός -ά -ό [rizimnós] Ε2 : (λαϊκότρ.) που είναι βαθιά ριζωμένος στη γη: Ριζιμιό λιθάρι / δέντρο.

[μσν. ριζιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ρίζ(α) -ιμαίος (< επίθημα -αίος σε επίθ. σε -ιμος: αρχ. κλοπ(ή) > ελνστ. κλόπ(ιμος) > ελνστ. κλοπιμαῖος, δες και -ιός)]

σκολιός -ά -ό [skoliós] Ε2 : στη λόγια έκφραση σκολιά οδός, για δύσκολη πορεία, που απαιτεί προσπάθεια και κόπο.

[λόγ. < αρχ. σκολιός]

στερεός -ά / -ή -ό [stereós] Ε2, Ε1 : 1α. (για υλικό σώμα) που έχει πυκνή σύσταση, έτσι ώστε να διατηρεί σχετικά σταθερή μορφή, όταν ασκείται επάνω του μία δύναμη: Mία στερεά ουσία. Έδαφος πετρώδες και συνεπώς στερεό. Στερεά τροφή, που δεν είναι σε υγρή ή σε πολτώδη κατάστα ση και επομένως χρειάζεται μάσημα. Στερεά καύσιμα, κυρίως ο άνθρακας. || Στερεά Ελλάδα, ονομασία του γεωγραφικού διαμερίσματος της χώρας που βρίσκεται νότια από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και πάνω από την Πελοπόννησο. β. (φυσ.) που τα μόριά του έχουν μεγάλη συνοχή μεταξύ τους και μικρό πλάτος παλμικής κίνησης· (πρβ. υγρός, αέριος): Στερεά σώματα. Ο πάγος είναι νερό σε στερεά κατάσταση. || (ως ουσ.) το στερεό, για στερεό σώμα: Mορφές / μηχανική των στερεών. Tα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο. γ. (γεωμ.) που έχει τρεις διαστάσεις στο χώρο και περικλείεται από σαφώς καθορισμένες επιφάνειες: Ο κύβος / η σφαίρα είναι στερεά σχήματα / σώματα. Στερεά γωνία. || (ως ουσ.) το στερεό. 2. που η σύσταση ή η κατασκευή του είναι τέτοια, ώστε να αντέχει σε εξωτερικές επιδράσεις (χρήση, καιρικές συνθήκες κτλ.) και γενικά να είναι σταθερός, ανθεκτικός κτλ.· στέρεος: H στέγη / η γέφυρα δεν είναι αρκετά στερεή. || (σπάν., επέκτ. για αφηρ. έννοια): Στερεή απόφαση. στερεά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. στερεός (1β: σημδ. γαλλ. solide)]

στριγκός -ιά -ό [striŋgós] Ε2 : (για ήχο, φωνή) οξύς και διαπεραστικός: Στριγκιά φωνή. Ο ~ ήχος των φρένων.

[μσν. *στριγγός < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) `κουκουβάγια΄ (δες στο στρίγκλα) -ός]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες