Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 40 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάνσεπτος -η / -ος -ο [pánseptos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σεπτός, ιερός· ιερότατος: H πάνσεπτη εικόνα της Παναγίας.
[λόγ. < ελνστ. πάνσεπτος]
- πλειόκαινος -ος / -η -ο [pliókenos] Ε17 : (γεωλ.) που αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική φάση της διαμόρφωσης του στερεού φλοιού της Γης. || (ως ουσ.) η πλειόκαινος, το πλειόκαινο, υποδιαίρεση της τριτογενούς γεωλογικής περιόδου της Γης και των αντίστοιχων πετρωμάτων.
[λόγ. < αγγλ. pliocene < plio- = πλειο- + αρχ. καινός]
- πλειστόκαινος -ος / -η -ο [plistókenos] Ε17 : (γεωλ.) που αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονική φάση της διαμόρφωσης του στερεού φλοιού της Γης. || (ως ουσ.) η πλειστόκαινος, το πλειστόκαινο, υποδιαίρεση της τεταρτογενούς γεωλογικής περιόδου της Γης.
[λόγ. < αγγλ. pleistocene < αρχ. πλεῖστο(ς) + καινός]
- συνένοχος -η / -ος -ο [sinénoxos] Ε17 : που έχει συμμετοχή σε μια αξιόποινη πράξη, συνήθ. ως ουσ. ο συνένοχος, θηλ. συνένοχη και συνένοχος: Ο δράστης αρνήθηκε να αποκαλύψει τους συνενόχους του. || (επέκτ.) συνυπεύθυνος.
[λόγ. συν- ένοχος]
- ταχύπλοος -ος / -η -ο [taxíploos] Ε17 : για σκάφος που μπορεί να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα. || (ως ουσ.) το ταχύπλοο, ταχύπλοο σκάφος.
[λόγ. < αρχ. ταχύπλοος `που πλέει γρήγορα΄]
- τετράκωπος -η / -ος -ο [tetrákopos] Ε17 : 1. για σκάφος που κινείται με τέσσερα κουπιά. 2. (ως ουσ.) η τετράκωπος: α. σκάφος ειδικής κατασκευής για τέσσερις κωπηλάτες. β. το αντίστοιχο αγώνισμα.
[λόγ. τετρα- + αρχ. κώπ(η δες στο κουπί) -ος]
- τρίοδος -η / -ος -ο [tríoδos] Ε17 : (τεχν.) τρίοδη βάνα, που συνδέει τρεις σωλήνες, αγωγούς. || (φυσ.) ~ λυχνία, συσκευή με τρία ηλεκτρόδια. || (ως ουσ.) η τρίοδος.
[λόγ. < γαλλ. triode (-ode κατά το cathode δες στο κάθοδος 2)]
- ύπανδρος -ος / -η -ο [ípanδros] Ε17 : (λόγ., ειρ.) παντρεμένος: ~ γυνή.
[λόγ. < ελνστ. ὕπανδρος]
- υπόστροφος -ος / -η -ο [ipóstrofos] Ε17 : (ιατρ.) για ασθένεια ή σύμπτωμα ασθένειας που επανεμφανίζεται ύστερα από σύντομη υποχώρηση: ~ πυρετός.
[λόγ. < ελνστ. ὑπόστροφος `που επιστρέφει΄]
- φυγόκεντρος -η / -ος -ο [fiγókendros] Ε17 : ANT κεντρομόλος. 1. που φεύγει, που τείνει να απομακρύνεται από το κέντρο: Φυγόκεντρες τάσεις / δυνάμεις. || (φυσ.) ~ δύναμη, η δύναμη που αναπτύσσεται σε μάζες, σε αντικείμενα που στρέφονται με ταχύτητα γύρω από ένα κέντρο και που τείνει να τα απομακρύνει από αυτό, να τα εκτινάξει προς τα έξω. 2. (μτφ.) που τείνει να απομακρυνθεί από ένα κέντρο, από έναν (κοινωνικό, πολιτικό κτλ.) πυρήνα, που μειώνει, διασπά την ενότητα, τη συνοχή ενός συνόλου, μιας ομάδας: Mέσα στο κόμμα εμφανίστηκαν τελευταία ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις. Στις σύγχρονες κοινωνίες, σε αντίθεση προς το συγκεντρωτισμό του παρελθόντος, αναπτύσσονται πολλές φυγόκεντρες δυνάμεις.
[λόγ. φυγο- + κέντρ(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. centrifuge]



