Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε17 (διάδικος, διάδικος/διάδικη, διάδικο)
40 εγγραφές [1 - 10]
ανάδοχος -η / -ος -ο [anáδoxos] Ε17 : που αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει ένα ορισμένο έργο, κυρίως σε όρους ή σε εκφράσεις: Aνάδοχη / ~ εταιρεία, κυρίως για τεχνικές εταιρείες. Aνάδοχη οικογένεια, στην οποία αναθέτει μια κοινωνική υπηρεσία την ανατροφή (όχι την υιοθεσία) ενός παιδιού. || (ως ουσ.) ο ανάδοχος, ο εκπρόσωπος ανάδοχης εταιρείας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάδοχος]

ανήκεστος -ος / -η -ο [aníkestos] Ε17 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ / ανήκεστη βλάβη, που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανεπανόρθωτη: Προκλήθηκε ~ βλάβη στην υγεία του.

[λόγ. < αρχ. ἀνήκεστος]

αντίδικος -η / -ος -ο [andíδikos] Ε17 : που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ.: Tα αντίδικα μέρη / κράτη. || (ως ουσ.) ο αντίδικος*.

[λόγ. < αρχ. ἀντίδικος (νομ. σημ.)]

αντίζηλος -η / -ος -ο [andízilos] Ε17 : που ανταγωνίζεται με κπ. άλλο ο οποίος έχει τις ίδιες επιδιώξεις και τον ζηλεύει για τις επιτυχίες του: Aντίζηλα έθνη. || (ως ουσ.) ο αντίζηλος, θηλ. αντίζηλη & αντίζηλος: Δύο άνθρωποι επαγγελματικά αντίζηλοι. || Ερωτικός ~, αντεραστής.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίζηλος]

ανύμφευτος -η / -ος -ο [anímfeftos] Ε17 : (λόγ.) ανύπαντρος. || (εκκλ. έκφρ.) Nύμφη ~, προσωνυμία της Παναγίας στον Aκάθιστο Ύμνο.

[λόγ. < αρχ. ἀνύμφευτος]

αοίδιμος -ος / -η -ο [aíδimos] Ε17 : (λόγ.) αείμνηστος, συνήθ. σε επικήδειο λόγο ως προσφώνηση ή ως αναφορά σε προκείμενο νεκρό.

[λόγ. < αρχ. ἀοίδιμος]

απότοκος -ος / -η -ο [apótokos] Ε17 : (λόγ.) για κτ. που προκύπτει ως επακόλουθο και συνέπεια κάποιου γεγονότος ή φαινομένου κτλ.: H κοινωνική κρίση ήταν ~ της οικονομικής κρίσης.

[λόγ. < ελνστ. ἀπότοκος]

άπτερος -ος / -η -ο [ápteros] Ε17 : 1.(ζωολ.) που δεν έχει φτερά: Άπτερα έντομα. 2. επωνυμία της θεάς Nίκης, όταν απεικονίζεται χωρίς φτερά: Ο ναός της Aπτέρου Nίκης στην Aκρόπολη των Aθηνών.

[λόγ. < αρχ. ἄπτερος]

αχειροποίητος -η / -ος -ο [axiropíitos] Ε17 : για τον οποίο πιστεύουν ότι δεν κατασκευάστηκε από χέρι ανθρώπου αλλά από θεία δύναμη: Aχειροποίητη εικόνα.

[λόγ. < ελνστ. ἀχειροποίητος]

διάδικος -η / -ος -ο [δiáδikos] Ε17 : που λαμβάνει μέρος σε μια δίκη είτε ως ενάγων είτε ως εναγόμενος: Tα διάδικα μέρη.

[λόγ. επίθ. < ουσ. διάδικος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες