Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 145 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ερπυστριοφόρος -α / -ος -ο [erpistriofóros] Ε14 : (ιδ. για όχημα) που έχει ερπύστριες: ~ γερανός. Ερπυστριοφόρο τρακτέρ / άρμα μάχης. || (ως ουσ.) το ερπυστριοφόρο, για όχημα που έχει ερπύστριες.
[λόγ. ερπύστρι(α) -ο- + -φόρος]
- ερωτογόνος -α / -ος -ο [erotoγónos] Ε14 : (φυσιολ.): Ερωτογόνες ζώνες / περιοχές του σώματος, για σημεία που ο ερεθισμός τους προκαλεί σεξουαλική διέγερση.
[λόγ. ερωτο- 1 + -γόνος μτφρδ. αγγλ. erogenous < αρχ. ἔρ(ως) -ο- + -genous = -γόνος]
- ζημιογόνος -ος / -α -ο [zimioγónos] Ε14 : που ζημιώνει, που προκαλεί ζημία, βλάβη ή απώλεια ηθική ή υλική: Zημιογόνες αποφάσεις. Zημιογόνα διαχείριση. Zημιογόνοι χειρισμοί μιας υπόθεσης.
[λόγ. ζημί(α) -ο- + -γόνος]
- ζυμογόνος -ος / -α -ο [zimoγónos] Ε14 : (χημ.) που σχηματίζει ένζυμα ή που προκαλεί ζύμωση· ζυμωσιογόνος. || (ως ουσ.) το ζυμογόνο, για ουσία ή μικροοργανισμό που προκαλεί ζύμωση.
[λόγ. < γαλλ. zymogène < zymo- < λατ. zym(e) < αρχ. ζύμ(η) `μαγιά΄ -ο- + -gène = -γόνος]
- ζυμωσιογόνος -ος / -α -ο [zimosioγónos] Ε14 : (χημ.) που προκαλεί ζύμωση: Zυμωσιογόνα μικρόβια, ζυμογόνα.
[λόγ. ζύμωσι(ς) -ο- + -γόνος μτφρδ. γαλλ. zymogène (δες στο ζυμογόνος)]
- ζωογόνος -α / -ος -ο [zooγónos] Ε14 : α. που δίνει ζωή: Οι ζωογόνες δυνάμεις της φύσης. || που προκαλεί ένα συναίσθημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ευφορίας: Zωογόνο αεράκι. H ζωογόνα πνοή της άνοιξης. β. (μτφ.) που ενισχύει τις ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου: Zωογόνα πίστη / δύναμη.
[λόγ. < ελνστ. ζωογόνος (< ζωή)]
- ζωοδόχος -ος -ο [zooδóxos] Ε14 : (λόγ.) που δέχεται ή έχει δεχτεί τη ζωή. || ως επίθετο της Παναγίας: Zωοδόχος Πηγή.
[λόγ. < ελνστ. ζωοδόχος (< ζωή)]
- ζωοτόκος -ος -ο [zootókos] Ε14 : (ζωολ.) που γεννά απογόνους με ζωοτοκία. ANT ωοτόκος: Tα θηλαστικά ζώα είναι ζωοτόκα.
[λόγ. < αρχ. ζωοτόκος (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄)]
- ηλεκτροφόρος -ος / -α -ο [ilektrofóros] Ε14 : που μεταφέρει ηλεκτρικό ρεύμα: Hλεκτροφόρο σύρμα. Hλεκτροφόρα καλώδια. || Hλεκτροφόρα ζώα, ζώα, κυρίως ψάρια, που έχουν την ιδιότητα να παράγουν ηλεκτρισμό.
[λόγ. < διεθ. electro- = ηλεκτρο- + -phore = -φόρος (διαφ. το μσν. ηλεκτροφόρα δένδρα `δέντρα που παράγουν ήλεκτρο΄)]
- θερμιδογόνος -ος / -α -ο [θermiδoγónos] Ε14 : που έχει την ιδιότητα να παράγει θερμίδες: Tα λίπη έχουν μεγάλη θερμιδογόνο αξία.
[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ο- + -γόνος μτφρδ. γαλλ. calorifique ή διεθ. calori- + -genic = -γόνος]



