Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
145 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δραχμοβόρος -ος / -α -ο [δraxmovóros] Ε14 : για κτ. που απαιτεί μεγάλη και συνεχή χρηματοδότηση: Δραχμοβόρα και χρονοβόρα έργα.
[λόγ. δραχμ(ή) -ο- + βορ(ά) -ος]
- δρεπανηφόρος -ος / -α -ο [δrepanifóros] Ε14 : που είναι εξοπλισμένος με δρεπάνια: Δρεπανηφόρο άρμα*.
[λόγ. < αρχ. δρεπανηφόρος]
- δυναμογόνος -ος / -α -ο [δinamoγónos] Ε14 : που παράγει δύναμη.
[λόγ. < γαλλ. dynamogène < dynamo- = δυνα μο- + -gène = -γόνος]
- εκηβόλος -ος -ο [ekivólos] Ε14 : (λόγ., για όπλο) που ρίχνει, βάλλει μακριά. ANT αγχέμαχος.
[λόγ. < αρχ. ἐκηβόλος `που πετυχαίνει το στόχο΄ αρχ. παρετυμ. κατά το ἑκάς]
- ελικοπτεροφόρος -α / -ος -ο [elikopterofóros] Ε14 : για πλοίο, που έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει ελικόπτερα. || (ως ουσ.) το ελικοπτεροφόρο, πολεμικό πλοίο που διαθέτει χώρο κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσγείωση και την απογείωση ελικοπτέρων.
[λόγ. ελικόπτερ(ον) -ο- + -φόρος]
- ελικοφόρος -α / -ος -ο [elikofóros] Ε14 : για θαλάσσιο ή εναέριο μεταφορικό μέσο που κινείται με έλικες: Ελικοφόρο ατμόπλοιο, σε αντιδιαστολή προς τα παλαιά και πρώτα τροχοκίνητα ατμόπλοια. Ελικοφόρο αεροπλάνο, σε αντιδιαστολή προς το αεριωθούμενο.
[λόγ. έλικ(ας)1 -ο- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. porte-hélice (διαφ. το μσν. ελικοφόρος `κλήμα που έχει έλικες2α΄)]
- εμβολοφόρος -ος -ο [emvolofóros] Ε14 : α.για σκάφος εξοπλισμένο με πρωραίο έμβολο: Εμβολοφόρο πλοίο. β. για μηχανές που για κύριο στοιχείο τους έχουν έμβολο: ~ αντλία.
[λόγ. έμβολ(ον) -ο- + -φόρος]
- εμβρυοκτόνος -α / -ος -ο [emvrioktónos] Ε14 : που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει το έμβρυο.
[λόγ. < ελνστ. ἐμβρυοκτόνος]
- εντομοκτόνος -ος / -α -ο [endomoktónos] Ε14 : που χρησιμοποιείται για την εξόντωση εντόμων: ~ ουσία. Εντομοκτόνο σπρέι. || (συνήθ. ως ουσ.) το εντομοκτόνο, χημικό παρασκεύασμα για την καταπολέμηση των εντόμων.
[λόγ. έντομ(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. insecticide]
- εντομοφάγος -ος -ο [endomofáγos] Ε14 : που τρέφεται (κυρίως ή αποκλειστικά) με έντομα: Εντομοφάγα ζώα. Εντομοφάγα φυτά. || (ως ουσ., ζωολ.) τα εντομοφάγα, τάξη θηλαστικών που τρέφονται κυρίως με έντο μα: Ο σκαντζόχοιρος ανήκει στα εντομοφάγα.
[λόγ. < γαλλ. entomo phage < αρχ. ἔντομο(ν) + -phage = -φάγος]