Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 82 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερβάλλων -ουσα -ον [iperválon] Ε12 : (λόγ.) που υπερβαίνει αυτό που θεωρείται κανονικό (με θετική ή αρνητική σημασία), κυρίως σε στερεότυπες εκφορές· (πρβ. υπερβολικός): Έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο. Mε υπερβάλλουσα αισιοδοξία / προθυμία.
[λόγ. < αρχ. ὑπερβάλλων μεε. του ὑπερβάλλω]
- υπερεπείγων -ουσα -ον [iperepíγon] Ε12 : εξαιρετικά επείγων: Έστειλε ένα υπερεπείγον τηλεγράφημα. Mια υπερεπείγουσα υπόθεση με υποχρεώνει να φύγω αμέσως.
[λόγ. υπερ- + επείγων (διαφ. το ελνστ. ὑπερεπείγω `πιέζω έντονα΄)]
- υποβόσκων -ουσα -ον [ipovóskon] Ε12 : (λόγ.) που υποβόσκει, (για κτ. κακό) που αναπτύσσεται και δυναμώνει κρυφά και ύπουλα: Yπήρχε μια υποβόσκουσα αντιζηλία.
[λόγ. μεε. του υποβόσκω]
- υπογράφων -ουσα -ον [ipoγráfon] Ε12 : (λόγ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει συντάξει ένα κείμενο και είναι υπεύθυνος για το περιεχόμενό του: Ο ~ το άρθρο σε μια εφημερίδα.
[λόγ. μεε. του υπογράφω (διαφ. το συγγ. ελνστ. ὑπογράφων `δούλος γραφέας΄)]
- υφέρπων -ουσα -ον [iférpon] Ε12 : (λόγ.) που υφέρπει: Yφέρπουσα κρίση.
[λόγ. μεε. του ρ. υφέρπω]
- φέρων -ουσα -ον [féron] Ε12 : (λόγ.) 1. που στηρίζει, που υποβαστάζει: Ο ~ οργανισμός / σκελετός / τοίχος ενός κτιρίου / οικοδομήματος, το τμήμα εκείνο που προορίζεται να στηρίζει άλλα τμήματα του οικοδομήματος. 2. (τεχν., συνήθ. ως ουσ.) το φέρον, η υψηλή συχνότητα πάνω στην οποία φορτώνεται η χαμηλή ή ακουστική συχνότητα της ομιλίας ή της μουσικής, για να μπορεί να εκπεμφθεί: Tο (τηλεοπτικό) φέρον κύμα, το ηλεκτρομαγνητικό κύμα που μεταφέρει την (τηλεοπτική) εικόνα.
[λόγ.: 1: αρχ. φέρων μεε. του ρ. φέρω (δες λ.) κατά τη σημ. του φέρω1β· 2: σημδ. αγγλ. carrier (διαφ. το αρχ. τό φέρον `το πεπρωμένο΄)]
- φθίνων -ουσα -ον [fθínon] Ε12 : που φθίνει: H οικονομία ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης. || (αστρον.) φθίνουσα σελήνη, η φάση κατά την οποία το φωτισμένο τμήμα της ελαττώνεται βαθμιαία. || (μαθημ.) φθίνουσα πρόοδος, που οι όροι της ελαττώνονται διαρκώς. || (ηλεκτρολ.) φθίνουσα ταλάντωση, που σβήνει συνεχώς.
[λόγ. < αρχ. φθίνων, -ουσα (αστρον.) & σημδ. γαλλ. décroissant ή αγγλ. diminishing]
- φθορίζων -ουσα -ον [fθorízon] Ε12 : που εκπέμπει ακτινοβολία με βάση το φαινόμενο του φθορισμού: Φθορίζοντα σώματα. Φθορίζον φως, αυτό που εκπέμπεται από φθορίζοντα σώματα.
[λόγ. μεε. του φθορίζω]
- φιλολογίζων -ουσα -ον [filolojízon] Ε12 : (λόγ.) που ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φιλολογία: Φιλολογίζοντες κύκλοι. || (ειρ.): Φιλολογίζουσες κυρίες.
[λόγ. μεε. του φιλολογίζω]
- φλέγων -ουσα -ον [fléγon] Ε12 : στις εκφράσεις φλέγον ζήτημα / θέμα, μεγάλης σημασίας, έντονου ενδιαφέροντος, επίκαιρο και επείγον ζήτημα / θέμα.
[λόγ. < αρχ. φλέγων μεε. του φλέγω]



