Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 82 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σοσιαλίζων -ουσα -ον [sosialízon] Ε12 : που εφαρμόζει σοσιαλιστικές μεθόδους ή ακολουθεί σοσιαλιστική πολιτική: Σοσιαλίζοντες πολιτικοί.
[λόγ. μεε. του σοσιαλίζω]
- στίλβων -ουσα -ον [stílvon] Ε12 : (λόγ.) που γυαλίζει, που λάμπει: H στίλβουσα επιφάνεια του μαρμάρου / του χρυσού.
[λόγ. < αρχ. στίλβων μεε. του στίλβω `λάμπω΄]
- συγκλίνων -ουσα -ον [siŋglínon] Ε12 : που συγκλίνει. ANT αποκλίνων: Συγκλίνουσες δέσμες ακτίνων. Συγκλίνουσες απόψεις / πορείες. || (φυσ.) συγκλίνοντες φακοί, που συγκεντρώνουν σε ένα σημείο (εστία) τις προσπίπτουσες παράλληλες φωτεινές ακτίνες. ANT αποκλίνοντες.
[λόγ. μεε. του συγκλίνω μτφρδ. γαλλ. convergent]
- συμμετέχων -ουσα -ον [simetéxon] Ε12 : (λόγ.) που συμμετέχει σε κτ.: Οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη υπουργοί. || (ως ουσ.): Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα χιλιάδες δραχμές.
[λόγ. μεε. του συμμετέχω μτφρδ. γαλλ. les participants (πληθ.)]
- συμφέρων -ουσα -ον [simféron] Ε12 : (λόγ.) που συμφέρει: Οι όροι που έθεσε δεν είναι συμφέροντες. Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. Είναι συμφέρον να
(έκφρ.) τα καλά και συμφέροντα, για όποιον ενδια φέρεται πάντα για το προσωπικό του συμφέρον.
[λόγ. < αρχ. συμφέρων]
- σχολάζων -ουσα -ον [sxolázon] Ε12 : α.(νομ.) σχολάζουσα κληρονομία, χαρακτηρισμός κληρονομιάς για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει οριστεί με βεβαιότητα ο κληρονόμος. β. ~ επίσκοπος, αυτός που για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του.
[λόγ.: β: μσν. σχολάζων μεε. του αρχ. ρ. σχολάζω `παύω να κάνω κτ.΄, ελνστ. σημ.: `(για χώρο) είμαι κενός΄· α: σημδ. γαλλ. vacant]
- τέμνων -ουσα -ον [témnon] Ε12 : 1. (λόγ.) που τέμνει: Tον τραυμάτισαν με τέμνον όργανο. 2. (ως ουσ., μαθημ.) η τέμνουσα, ευθεία που τέμνει μια καμπύλη. || τριγωνομετρικός αριθμός αντίστροφος από τον αριθμό του συνημιτόνου.
[λόγ.: 1: αρχ. τέμνων μεε. του ρ. τέμνω· 2: σημδ. γαλλ. sécante]
- τρέχων -ουσα -ον [tréxon] Ε12 : που υπάρχει σήμερα. α. που τον διανύουμε τώρα: Ο ~ μήνας. Tο τρέχον έτος. H τρέχουσα περίοδος. β. που ισχύει σήμερα: Tρέχουσα τιμή / αξία. H τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα. γ. που έχει σχέση με τις καθημερινές ανάγκες. ANT ιδιαίτερος, έκτακτος: Ο μισθός δεν του φτάνει να αντιμετωπίσει ούτε τα τρέχοντα έξοδα. Συζητήθηκαν τρέχοντα θέματα. H τρέχουσα ενημέρωση. Οι τρέχουσες συναλλαγές. δ. ~ λογαριασμός, τρεχούμενος.
[λόγ. < αρχ. τρέχων μεε. του τρέχω σημδ. γαλλ. courant]
- τριτεύων -ουσα -ον [tritévon] Ε12 : που είναι πολύ ασήμαντος. ANT πρωτεύων: Παίζει έναν τριτεύοντα ρόλο στην υπόθεση. H θέση του μέσα στο κόμμα είναι τριτεύουσα.
[λόγ. τρίτ(ος) -εύων κατά το δευτερεύων]
- υπάρχων -ουσα -ον [ipárxon] Ε12 : (λόγ.) που υπάρχει ή που συμβαίνει, που ισχύει αυτή τη στιγμή: Οι υπάρχουσες συνθήκες δε μου το επιτρέπουν. Mε τους υπάρχοντες νόμους
Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία. || (ως ουσ.) τα υπάρχοντα*.
[λόγ. < αρχ. ὑπάρχων μεε. του ὑπάρχω σημδ. γαλλ. existant]



