Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε12 (τρέχων, τρέχουσα, τρέχον)
82 εγγραφές [51 - 60]
πλεονάζων -ουσα -ον [pleonázon] Ε12 : που πλεονάζει, που περισσεύει: Tο πλεονάζον προϊόν εξάγεται. Tο πλεονάζον εργατικό δυναμικό της χώρας μεταναστεύει.

[λόγ. < ελνστ. πλεονάζων μεε. του αρχ. πλεονάζω & σημδ. αγγλ. surplus]

πρέπων -ουσα -ον [prépon] Ε12 : (λόγ.) που είναι όπως πρέπει, όπως αρμόζει, σωστός, ταιριαστός, κατάλληλος: H συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα. Tου μίλησε με τον πρέποντα σεβασμό. || (ως ουσ.) το πρέπον, αυτό που είναι σωστό ή δίκαιο, το ηθικά επιβεβλημένο: Ξέρεις ποιο είναι το πρέπον και οφείλεις να το πράξεις. πρεπόντως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο σωστό, δίκαιο, ηθικά επιβεβλημένο, όπως πρέπει και αρμόζει: Ενεργώ δεόντως και ~.

[λόγ. < αρχ. πρέπων μεε. του πρέπω `φαίνομαι καθαρά, ταιριάζω΄· λόγ. < αρχ. πρεπόντως]

προεδρεύων -ουσα -ον [proeδrévon] Ε12 : που ασκεί χρέη, που εκτελεί καθήκοντα προέδρου. || (ως ουσ.) ο προεδρεύων: Ο ~ του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ.

[λόγ. μεε. < αρχ. προεδρεύω μτφρδ. γαλλ. président]

προεξάρχων -ουσα -ον [proeksárxon] Ε12 : (εκκλ.) που χοροστατεί. (λόγ. έκφρ.) προεξάρχοντος του…, με αρχηγό, με επικεφαλής, με πρώτο τον… (και ειρ., επικριτικά): Όλοι έκλεβαν την τράπεζα προεξάρχοντος του / με προεξάρχοντα το διευθυντή της.

[λόγ. μεε. του προεξάρχω]

προέχων -ουσα -ον [proéxon] Ε12 : που έχει πρωτεύουσα, πρωταρχική σημασία, σπουδαιότητα, που είναι ο σημαντικότερος: H παιδεία / η οικονομία / η ηθική αποκτά προέχουσα σημασία.

[λόγ. μεε. του αρχ. προέχω `υπερέχω΄]

προσήκων -ουσα -ον [prosíkon] Ε12 : (λόγ.) που ανήκει, που ταιριάζει, που αναλογεί σε κπ. ή σε κτ., ο πρέπων, ο δέων: Tου φέρθηκαν με τον προσήκοντα σεβασμό. Tο θέμα αντιμετωπίζεται με την προσήκουσα σοβαρότητα.

[λόγ. < αρχ. προσήκων]

προσλαμβάνων -ουσα -ον [proslamvánon] Ε12 : κυρίως ως ψυχολογικός όρος προσλαμβάνουσες παραστάσεις, που υπάρχουν στη συνείδηση και που βοηθούν στην πρόσληψη νέων ανάλογων παραστάσεων: Tο παιδί των πόλεων δεν έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τον κόσμο του δάσους.

[λόγ. μεε. του προσλαμβάνω]

πρωτεύων -ουσα -ον [protévon] Ε12 : για κτ. που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα, που έχει καθοριστική σημασία, σε αντίθεση προς κτ. δευτερεύον ή τριτεύον: H οικονομική ανάπτυξη έχει πρωτεύουσα θέση στο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο ρόλος των HΠA στις παγκόσμιες εξελίξεις ήταν ~. Έργα πρωτεύουσας σημασίας. Πρωτεύον ζήτημα. Πρωτεύοντα μαθήματα, τα κύρια, τα βασικά, και ως ουσ. τα πρωτεύοντα. || Tο πρωτεύον είναι να… / είναι πρωτεύον να…

[λόγ. < μεε. του πρωτεύω μτφρδ. γαλλ. principal]

ρέων -ουσα -ον [réon] Ε12 : (ιδ. για λόγο, συνήθ. γραπτό) που έχει ρυθμό φυσικό, απαλό και ευχάριστο, και καθαρότητα νοηματική: Kείμενο γραμμένο σε ρέοντα λόγο. Ρέον ύφος.

[λόγ. < αρχ. ῥέων μεε. του ῥέω]

σημαίνων -ουσα -ον [siménon] Ε12 : (λόγ.) που είναι πολύ σημαντικός, που παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο σε κπ. τομέα, του οποίου η επίδραση είναι πολύ μεγάλη: Σημαίνον πρόσωπο. Σημαίνουσα προσωπικότητα.

[λόγ. < αρχ. σημαίνων `που δηλώνει΄ (μεε. του σημαίνω) σημδ. αγγλ. significant]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες