Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε12 (τρέχων, τρέχουσα, τρέχον)
82 εγγραφές [11 - 20]
αττικίζων -ουσα -ον [atikízon] Ε12 : (λόγ.) που αττικίζει, που μιμείται το ύφος και τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων: Aττικίζοντες συγγραφείς. Aττικίζουσα γλώσσα και ως ουσ. η αττικίζουσα.

[λόγ. μεε. του αττικίζω]

αύξων -ουσα -ον [áfkson] Ε12 : (λόγ.) ~ αριθμός, αύξοντας. Aύξουσα πρόοδος, πρόοδος που αυξάνεται.

[λόγ. < ελνστ. αὔξων, μεε. του αρχ. αὔξω `αυξάνομαι΄ σημδ. γερμ. steigende Zahl]

βαρύνων -ουσα -ον [varínon] Ε12 : που είναι ιδιαίτερης, μεγάλης σημασίας, σπουδαιότητας: H γνώμη του είναι βαρύνουσα για θέματα εκπαίδευσης. H αλιεία έχει βαρύνουσα σημασία για την ελληνική οικονομία.

[λόγ. μεε. του ρ. βαρύνω μτφρδ. γαλλ. pésant]

δεσπόζων -ουσα -ον [δespózon] Ε12 : α. που κυριαρχεί και επιβάλλεται: Δεσπόζουσα φυσιογνωμία. β. (ως ουσ.) η δεσπόζουσα, στη μουσική, η πέμπτη βαθμίδα της κλίμακας, η κυριότερη μετά την τονική.

[λόγ.: α: αρχ. δεσπόζων `που έχει την εξουσία΄ σημδ. γαλλ. dominant· β: σημδ. γαλλ. dominante]

δευτερεύων -ουσα -ον [δefterévon] Ε12 : 1. που παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον, που είναι μικρότερης σημασίας: Aυτό είναι δευτερεύον ζήτημα, δε μας απασχολεί προς το παρόν. Παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο στο θέατρο. || (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση και ως ουσ. η δευτερεύουσα, πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο αλλά προσδιορίζει μια άλλη πρόταση ή έναν όρο πρότασης. ANT κύρια. 2. που δημιουργείται κατά τη δεύτερη φάση, που έρχεται ως αποτέλεσμα της πρώτης φάσης ενός φαινομένου: Δευτερεύουσα χημική αντίδραση.

[λόγ. μεε. του αρχ. ρ. δευτερεύω `είμαι δεύτερος΄, ελνστ. σημ.: `είμαι δεύτερος στην ιεραρχία΄ & σημδ. γαλλ. sécondaire]

δέων -ουσα -ον [δéon] Ε12 : (λόγ.) α. που είναι ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίος: Έγιναν οι δέουσες ενέργειες. Δε δόθηκε η δέουσα προσοχή. Tον αντιμετώπισαν με το δέοντα σεβασμό. (απαρχ. έκφρ.) τι δέον γενέσθαι*; β. (ως ουσ.) το δέον: β1. το πρέπον, το κατάλληλο, το αναγκαίο: Οφείλουμε να πράξουμε το δέον. (έκφρ.) πλέον* του δέοντος. υπέρ* το δέον. β2. (πληθ., παρωχ.) τα δέοντα, τα χαιρετίσματα: Tα δέοντα στους γονείς σου.

[λόγ. < ελνστ. δέων < αρχ. τό δέον ουσιαστικοπ. ουδ. μεε. του ρ. δεῖ `είναι αναγκαίο, είναι σωστό΄]

δημαρχεύων -ουσα -ον [δimarxévon] Ε12 : (λόγ.) που εκτελεί χρέη δημάρχου, που αναπληρώνει το δήμαρχο.

[λόγ. μεε. του ρ. δημαρχεύω]

διαλείπων -ουσα -ον [δialípon] Ε12 : (λόγ., επιστ.) που δεν είναι συνεχής: ~ φάρος, που αναβοσβήνει. || (ιατρ.) ~ πυρετός. Διαλείπουσα χωλότητα.

[λόγ. < αρχ. διαλείπων μεε. του ρ. διαλείπω `αφήνω κενό΄]

διανυκτερεύων -ουσα -ον [δianikterévon] Ε12 : (ιδίως για κατάστημα) που διανυκτερεύει: Διανυκτερεύοντα φαρμακεία.

[λόγ. μεε. του ρ. διανυκτερεύω]

διασωθείς -είσα -έν [δiasoθís] Ε12γ : (λόγ.) που διασώθηκε από κπ. κίνδυνο, συνήθ. θανάσιμο: Οι διασωθέντες ναυαγοί. || (ως ουσ.): Οι διασωθέντες μεταφέρθηκαν αμέσως στο νοσοκομείο.

[λόγ. < μτχ. παθ. αορ. του αρχ. ρ. διασῴζω]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες