Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
150 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στοιχειώδης -ης -ες [stixióδis] Ε11 : 1. που αποτελεί το πρωταρχικό και απόλυτα αναγκαίο στοιχείο. α. που αποτελεί τη θεωρητική ή τη λογική βάση επάνω στην οποία στηρίζεται κτ.: Οι στοιχειώδεις γνώσεις μιας επιστήμης / μιας τέχνης. Tο δημοτικό σχολείο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις στα παιδιά. || ~ εκπαίδευση, η δημοτική, η πρωτοβάθμια. β. για κτ. που εμφανίζεται στον ελάχιστο αλλά απόλυτα αναγκαίο βαθμό: Πρέπει να εξασφαλίζονται οι στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης / τα στοιχειώδη δικαιώματα του πολίτη. Δεν είχε τη στοιχειώδη ευγένεια να μου πει ένα «ευχαριστώ». Είναι στοιχειώδες να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου. || ελάχιστος και ανεπαρκέστατος: Ξέρει στοιχειώδη Aγγλικά. || (ως ουσ.) τα στοιχειώδη, τα απολύτως απαραίτητα: Δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη για να ζήσει. Δεν ξέρει τα στοιχειώδη. 2. (φυσ.) στοιχειώδη σωματίδια, το ηλεκτρόνιο, το πρωτόνιο και το φωτόνιο.
στοιχειωδώς ΕΠIΡΡ στον ελάχιστο, αναγκαίο βαθμό: Δεν καλύπτονται ~ οι ανάγκες μου. Πήγε στις εξετάσεις ~ προετοιμασμένος. Φέρθηκε όπως ~ επιβάλλει η ευγένεια. [λόγ. < αρχ. στοιχειώδης `της φύσης του στοιχείου΄ & σημδ. γαλλ. élémentaire· λόγ. < ελνστ. στοιχειωδῶς]
- στομφώδης -ης -ες [stomfóδis] Ε11 : που τον χαρακτηρίζει ο στόμφος· πομπώδης: ~ απαγγελία. Στομφώδες κείμενο, που είναι διατυπωμένο σε στομφώδες ύφος. || (για πρόσ.) που χρησιμοποιεί στομφώδες ύφος.
[λόγ. < ελνστ. στομφώδης]
- σωματώδης -ης -ες [somatóδis] Ε11 : για κπ. που είναι ψηλός αλλά και παχύς.
[λόγ. < αρχ. σωματώδης `σωματικός΄ σημδ. γαλλ. corpulent]
- ταραχώδης -ης -ες [taraxóδis] Ε11 : (λόγ.) για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολλά και συγκλονιστικά γεγονότα: Έζησε έναν ταραχώδη βίο.
[λόγ. < αρχ. ταραχώδης]
- τερατώδης -ης -ες [teratóδis] Ε11 : I. που μοιάζει με τέρας ή που θυμίζει τέραςI1α: Οι δεινόσαυροι ήταν τερατώδη ζώα. ~ ασχήμια. II. (μτφ.) 1. που είναι υπερβολικά μεγάλος, που ξεπερνάει κάθε μέτρο αρμονίας ή λογικής: Οι σύγχρονες πόλεις έχουν πάρει τερατώδεις διαστάσεις. Zήτησε ένα τερατώδες ποσό για να πουλήσει το σπίτι του. 2. που είναι εντελώς αντίθετος α. με την πραγματικότητα: Tερατώδη ψέματα. β. με την ηθική· φρικτός: ~ συμπεριφορά. Tερατώδες έγκλημα. Διαδίδονται εις βάρος του τερατώδη πράγματα.
τερατωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ.: I: αρχ. τερατώδης· II: σημδ. γαλλ. monstrueux· λόγ. < αρχ. τερατωδῶς]
- τρικυμιώδης -ης -ες [trikimióδis] Ε11 : 1. (μετεωρ.) φουρτουνιασμένος: H θάλασσα προβλέπεται ότι θα είναι κυματώδης έως ~. 2. (μτφ.) γεμάτος περιπέτειες, πολυτάραχος, συνήθ. στην έκφραση ~ βίος / ζωή.
[λόγ. τρικυμί(α) -ώδης]
- τρομώδης -ης -ες [tromóδis] Ε11 : (ιατρ.) συνήθ. για νευρολογική πάθηση που έχει ως σύμπτωμα την τρεμούλα: ~ παράλυση. || (ψυχιατρ.) τρομώδες παραλήρημα, οξύ παραλήρημα που συχνά συνοδεύεται από ψευδαισθήσεις και σπασμούς.
[λόγ. < αρχ. τρομώδης]
- υμενώδης -ης -ες [imenóδis] Ε11 : που έχει τη μορφή, την υφή υμένα, που μοιάζει με υμένα· υμενοειδής.
[λόγ. < αρχ. ὑμενώδης]
- υπεριώδης -ης -ες [iperióδis] Ε11 : (φυσ.) για τις ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες των οποίων το μήκος κύματος βρίσκεται πέρα από το ιώδες του ορατού φάσματος: Yπεριώδεις ακτίνες.
[λόγ. υπερ- + ιώδης μτφρδ. αγγλ. ή γαλλ. ultra-violet]
- υπερπλήρης -ης -ες [iperplíris] Ε11 γεν. πληθ. υπερπλήρων : που είναι τελείως γεμάτος και μάλιστα περισσότερο από το κανονικό: Tο δοχείο είναι υπερπλήρες. H αίθουσα είναι ~. || Είμαστε υπερπλήρεις, δεν μπορούμε να δεχτούμε κανέναν άλλο.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερπλήρης]