Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 516 εγγραφές [441 - 450] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σπειροειδής -ής -ές [spiroiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα σπείρας 1, που έχει περιελιχθεί έτσι ώστε να σχηματίζει σπείρες: ~ γραμμή / κίνηση. Σπειροειδές ελατήριο.
σπειροειδώς ΕΠIΡΡ ακολουθώντας μια νοητή καμπύλη που έχει σχήμα σπείρας· κατά το σχήμα της σπείρας 1: Tυλίγεται ~. Ο καπνός ανέβαινε ~. [λόγ. < ελνστ. σπειροειδής· λόγ. < ελνστ. σπειροειδῶς]
- σπουδαιοφανής -ής -ές [spuδeofanís] Ε10 : που επιδιώκει να παρουσιάζεται ως σπουδαίος, που έχει το ύφος του σπουδαίου χωρίς να είναι.
[λόγ. σπουδαί(ος) -ο- + -φανής]
- σταυροειδής -ής -ές [stavroiδís] Ε10 : που έχει σχήμα σταυρού· σταυρικός2α: ~ κατασκευή / διάταξη. Σταυροειδές σχήμα / κτίσμα. || (ως ουσ., αρχαιολ., για ναό ιδ. βυζαντινό): ~ με τρούλο.
σταυροειδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σταυροειδής, σταυροειδῶς]
- σταφυλοειδής -ής -ές [stafiloiδís] Ε10 : (λόγ.) που μοιάζει με σταφύλι.
[λόγ. < σταφυλο- 1 + -ειδής μτφρδ. γερμ. traubenförmig]
- στρογγυλοειδής -ής -ές [strongiloiδís] Ε10 : που έχει σχήμα (κατά προσέγγιση) στρογγυλό.
[λόγ. < ελνστ. στρογγυλοειδής]
- συγγενής -ής -ές [singenís] Ε10 : που έχει κοινή προέλευση ή κοινά χαρακτηριστικά με κπ. άλλο· συγγενικός: Συγγενείς επιστήμες / γλώσσες / ιδεολογίες / απόψεις. || (ιατρ.) για σωματικές ή ψυχικές παθήσεις που υπάρχουν εκ γενετής (και δεν είναι επίκτητες): ~ νόσος / καρδιοπάθεια.
[λόγ. < αρχ. συγγενής]
- συζυγής -ής -ές [sizijís] Ε10 : (επιστ.) που βρίσκεται σε αντιστοιχία με κτ. άλλο: Συζυγείς άξονες / αριθμοί.
[λόγ. < ελνστ. συζυγής]
- συμμιγής -ής -ές [simijís] Ε10 : (μαθημ.) ~ αριθμός, που εκφράζεται με δύο ή περισσότερους αριθμούς, ο καθένας από τους οποίους είναι μία διαφορετική υποδιαίρεση της ακέραιας μονάδας, π.χ. 1 ώρα, 30 λεπτά και 20 δευτερόλεπτα.
[λόγ. < αρχ. συμμιγής `ανάκατος΄ σημδ. γαλλ. (nombre) complexe]
- συμπαγής -ής -ές [simbajís] Ε10 : 1.για σώμα που αποτελείται από στοιχεία αδιάσπαστα ενωμένα, έτσι ώστε η μάζα του να είναι πυκνή και αδιαπέραστη: Tο τσιμέντο όταν βραχεί γίνεται συμπαγές. ~ μάζα. Συμπαγές σώ μα / υλικό. || Συμπαγές κτίριο, με μεγάλη αρχιτεκτονική ενότητα. 2. (μτφ.) για ομάδα ατόμων που συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς, που είναι ομοιογενείς και αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο: Tο κόμ μα απέφυγε τη διάσπαση και παρέμεινε συμπαγές. Συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί κατοίκησαν τα παράλια της Mικράς Aσίας.
[λόγ. < αρχ. συμπαγής]
- συμπαθής -ής -ές [simbaθís] Ε10 : που προκαλεί τη συμπάθεια, τα φιλι κά συναισθήματα των άλλων· συμπαθητικός
11: ANT αντιπαθής: Aυτή τη νέα τη βρίσκω πολύ συμπαθή. Δεν είναι ~ στους υφισταμένους του, εξαιτίας του αυταρχικού χαρακτήρα του. Aυτός ο άνθρωπος μού είναι πολύ ~. Είναι μια πολύ ~ φυσιογνωμία. || H ~ τάξη των αγροτών / μικροπωλητών / συνταξιούχων κτλ., για να δηλώσουμε την αναγνώριση του έργου που προσφέρουν ή προσέφεραν και τη συμπαράστασή μας προς αυτούς. [λόγ. < αρχ. συμπαθής `που νιώθει ή που προκαλεί συμπόνια΄ & σημδ. γαλλ. sympathique < sympathie < αρχ. συμπάθεια]



