Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 516 εγγραφές [431 - 440] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρωσομαθής -ής -ές [rosomaθís] Ε10 : που είναι γνώστης της ρωσικής γλώσσας.
[λόγ. ρωσο- + -μαθής]
- σαφής -ής -ές [safís] Ε10 : 1. που το νόημά του γίνεται αμέσως κατανοητό, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφιβολία: H απάντησή του ήταν απόλυτα ~. Οι όροι της συμφωνίας ήταν σαφείς. Οι προθέσεις του δεν είναι απόλυτα σαφείς. Mου έδωσε σαφείς οδηγίες. (γνωμ.) σοφόν το σαφές, η σαφήνεια του λόγου είναι χαρακτηριστικό των σοφών ανθρώπων. || που σχηματίζεται στη συνείδηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για σύγχυση ή αμφιβολία: Είχε σαφή αντίληψη / εικόνα της κατάστασης. Δεν υπάρχει ~ διάκριση ανάμεσα στους δύο όρους. 2. που διακρίνεται, που φαίνεται καθαρά: Yπάρχει μια ~ βελτίωση. Bρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών.
σαφώς ΕΠIΡΡ 1. καθαρά, με τρόπο σαφή: Δηλώθηκε ~ ότι Διακρίνεται ~ η πέτρα στη χολή. 2. ως επιτατικό σε επίθετο συγκριτικού βαθμού: Είναι ~ ανώτερος / κατώτερος / καλύτερος. [λόγ. < αρχ. σαφής, σαφῶς]
- σεισμογενής -ής -ές [sizmojenís] Ε10 : 1. που δημιουργήθηκε από σεισμό: Σεισμογενή νησιά. 2. αντί του σεισμογόνος, χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.
[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γενής]
- σεισμοπαθής -ής -ές [sizmopaθís] Ε10 : για άνθρωπο που έχει πληγεί από σεισμούς· σεισμόπληκτος1. || για περιοχή η οποία δοκιμάζεται συχνά από σεισμούς.
[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -παθής]
- σεμνοπρεπής -ής -ές [semnoprepís] Ε10 : ο σεμνός, σε ύφος μάλλον επιτηδευμένο.
σεμνοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σεμνοπρεπής `με επίσημο ύφος΄, σεμνοπρεπῶς]
- σιγμοειδής -ής -ές [siγmoiδís] Ε10 : που έχει τη μορφή του τελικού σίγμα, που καμπυλώνεται δηλαδή προς αντίθετη κατεύθυνση στα δύο του άκρα: ~ σωλήνας.
[λόγ. < ελνστ. σιγμοειδής]
- σιδηροπαγής -ής -ές [siδiropajís] Ε10 : (τεχν.) σιδηροπαγές σκυρόδεμα, το μπετόν αρμέ.
[λόγ. σιδηρο- + αρχ. -παγής (θ. του αρχ. πήγνυμι `στερεώνω΄, δες στο πήζω) κατά το συμπαγής]
- σκωληκοειδής -ής -ές [skolikoiδís] Ε10 : (ανατ.) ~ απόφυση, απόφυση του τυφλού εντέρου.
[λόγ. < αρχ. σκωληκοειδής `που μοιά ζει με σκουλήκι΄ σημδ. γαλλ. appendice vermiforme]
- σοβαροφανής -ής -ές [sovarofanís] Ε10 : που θέλει και προσπαθεί να φαίνεται σοβαρός ή σπουδαίος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.
[λόγ. σοβαρ(ός) -ο- + -φανής]
- σπαθοειδής -ής -ές [spaθoiδís] Ε10 : που μοιάζει στο σχήμα με σπαθί· σπαθωτός: Σπαθοειδή φύλλα.
[λόγ. σπάθ(η) -ο- + -ειδής]



