Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε10 (συνεχής, συνεχής, συνεχές)
516 εγγραφές [451 - 460]
συμφυής -ής -ές [simfiís] Ε10 : 1.(βοτ.) που φυτρώνει μαζί με κτ. άλλο: Συμφυείς βλαστοί. 2. (λόγ., μτφ.) α. που δημιουργείται μαζί με κτ. άλλο· σύμφυτος: Tάσεις και συναισθήματα είναι βιώματα συμφυή. β. που υπάρχει εκ φύσεως· έμφυτος, σύμφυτος: H κοινωνικότητα είναι ~ στον άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. συμφυής]

συναφής -ής -ές [sinafís] Ε10 : που έχει σχέση, που συνδέεται λογικά με κτ. άλλο: Θα συνεξεταστούν τα δύο ζητήματα γιατί είναι συναφή. Tο ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο. Συναφείς επιστήμες, συγγενείς. Επανέλαβε τα γνωστά επιχειρήματά του και άλλα συναφή. || (ως ουσ.) τα συναφή: Πρέπει να έχεις μαζί σου την ταυτότητα, το διαβατήριο και τα συναφή, τα σχετικά. || (νομ.) συναφή αδικήματα, που έχουν κάποιο κοινό στοιχείο και που για το λόγο αυτό εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο. (λόγ.) συναφώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. συναφής· λόγ. < μσν. συναφώς < συναφ(ής) -ώς]

συνεπής -ής -ές [sinepís] Ε10 : ANT ασυνεπής. 1. που σκέπτεται και ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τις ιδέες που υποστηρίζει και με τους σκοπούς που θέτει, που μένει επομένως σταθερός στις ιδέες και στους σκοπούς του: ~ δημοκράτης / χριστιανός. || για εκδηλώσεις ενός συνεπούς ατόμου: H συμπεριφορά του είναι ~ προς τα πιστεύω του. Aκολούθησε πάντοτε μια συνεπή φιλειρηνική πολιτική. 2. που εκτελεί με ακρίβεια ό,τι έχει αναλάβει: Είναι ~ στις οικονομικές υποχρεώσεις του, πληρώνει τακτικά. Είναι ~ στην ώρα του / στα ραντεβού του, ακριβής. συνεπώς ΕΠIΡΡ α. (λόγ.) με συνέπεια. β. επομένως, κατά συνέπεια: Tο έργο αφορά όλους και ~ όλοι πρέπει να βοηθήσουν.

[λόγ. συν(έπεια) -επής κατά το σχ.: ευπρέπεια - ευπρεπής μτφρδ. γαλλ. conséquant· λόγ. συνεπ(ής) -ώς]

συνεχής -ής -ές [sinexís] Ε10 : 1α.που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς διακοπή: Εξασφαλίστηκε η ~ λειτουργία του ξενώνα. Ο πυρετός / ο πόνος είναι ~. Συνεχές ωράριο (λειτουργίας των καταστημάτων), χωρίς μεσημεριανή διακοπή. ANT διακεκομμένο. || (ως ουσ.) το συνεχές, το συνεχές ωράριο. || (τοπικά) ~ δόμηση*. β. που συμβαίνει σε πολύ πυκνά χρονικά διαστήματα: Γίνονται συνεχείς καβγάδες. Tα συνεχή ταξίδια τον κούρασαν. γ. (ως επιρρ. κτγ.): Για τρίτη συνεχή φορά / επί τρεις συνεχείς μέρες, τρεις φορές / μέρες συνεχώς. 2. (ηλεκτρολ.) συνεχές ρεύμα, που διατηρεί πάντοτε την ίδια τάση, σε αντιδιαστολή προς το εναλλασσόμενο. συνέχεια ΕΠIΡΡ χωρίς διακοπή, διαρκώς: Mη με ενοχλείς ~. συνεχώς ΕΠIΡΡ: Είναι ~ απασχολημένος.

[λόγ.: 1α, γ: αρχ. συνεχής· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. (courant) continu· λόγ. < αρχ. συνεχῶς]

σφαιροειδής -ής -ές [sferoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα περίπου σφαιρικό. || (ως ουσ., γεωμ.) το σφαιροειδές, στερεό που έχει το παραπάνω σχήμα.

[λόγ.< αρχ. σφαιροειδής]

σφηνοειδής -ής -ές [sfinoiδís] Ε10 : α.που έχει το σχήμα σφήνας. || (γλωσσ.) ~ γραφή και ως ουσ. η σφηνοειδής, αρχαία συλλαβική γραφή των ανατολικών λαών, στην οποία οι συλλαβές ήταν συνδυασμός δύο ή περισσότερων σφηνών. β. που καταλήγει σε αιχμή. || (ανατ.) σφηνοειδές οστό και ως ουσ. το σφηνοειδές, οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου, ανάμεσα στο ινιακό και στο ηθμοειδές.

[λόγ. < ελνστ. σφηνοειδής `σε σχήμα σφήνας΄ & σημδ.: α: γαλλ. cunéiforme· β: γαλλ. sphénoide < ελνστ. σφηνοειδής]

σχιζοειδής -ής -ές [sxizoiδís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που παρουσιάζει δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή, χωρίς όμως τις σοβαρές διαταραχές της σχιζοφρένειας: ~ προσωπικότητα. || (επέκτ.) για κτ. που θεωρείται πολύ περίεργο έως παράλογο.

[λόγ. < γερμ. schizoid < αρχ. σχίζ(ω) (στη σημ.: `χωρίζω΄) -ο- + -id = -ειδής]

σχιζοφρενής -ής -ές [sxizofrenís] Ε10 : (ψυχιατρ.) που πάσχει από σχιζοφρένεια, συνήθ. ως ουσ. ο σχιζοφρενής.

[λόγ. < γερμ. schizophren < Schizophrenie = σχιζοφρέν(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]

σχοινοτενής -ής -ές [sxinotenís] Ε10 : αρνητικός χαρακτηρισμός γραπτού ή προφορικού λόγου που αποτελείται από μακρές προτάσεις ή περιόδους ή γενικότερα, που έχει μεγάλη έκταση ή διάρκεια. (λόγ.) σχοινοτενώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σχοινοτενής, σχοινοτενῶς]

σωληνοειδής -ής -ές [solinoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα σωλήνα: ~ κοιλότητα. || (ως ουσ., ηλεκτρολ.) το σωληνοειδές, είδος πηνίου που έχει κυλινδρικό σχήμα.

[λόγ. < αρχ. σωληνοειδής]

< Προηγούμενο   1... 44 45 [46] 47 48 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες