Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε10 (συνεχής, συνεχής, συνεχές)
516 εγγραφές [31 - 40]
αλυσιτελής -ής -ές [alisitelís] Ε10 : (λόγ.) ανώφελος.

[λόγ. < αρχ. ἀλυσιτελής]

αλυσοειδής -ής -ές [alisoiδís] Ε10 : (λόγ.) που μοιάζει με αλυσίδα. || (μαθημ.): ~ καμπύλη.

[λόγ. άλυσ(ος η) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. courbe en chaînette ή αγγλ. catenary curve]

αμαθής -ής -ές [amaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμάθεια: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.) αμόρφωτος: Ο ~ όχλος.

[λόγ. < αρχ. ἀμαθής]

αμελής -ής -ές [amelís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμέλεια. ANT επιμελής: Είναι κάποιος ~ στη δουλειά / στα καθήκοντά του. ~ μαθητής. αμελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀμελής, ἀμελῶς]

αμετροεπής -ής -ές [ametroepís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η αμετροέπεια, η έλλειψη μέτρου στα λόγια.

[λόγ. < αρχ. ἀμετροεπής]

αμιγής -ής -ές [amijís] Ε10 : που δεν περιέχει ξένα στοιχεία και επομένως είναι καθαρός: Aμιγείς ελληνικοί πληθυσμοί διατηρήθηκαν σε δυσπρόσιτες περιοχές της M. Aσίας. ~ χαρά / ευχαρίστηση. H ~ λαϊκή παράδοση, ανόθευτη. (απαρχ. έκφρ.) ουδέν κακόν* αμιγές καλού. αμιγώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀμιγής· λόγ. < ελνστ. ἀμιγῶς]

αμμοσκεπής -ής -ές [amoskepís] Ε10 : (λόγ.) που είναι σκεπασμένος με άμμο· αμμοσκέπαστος: Aμμοσκεπείς εκτάσεις.

[λόγ. αμμο- + -σκεπής]

αμοιβαδοειδής -ής -ές [amivaδoiδís] Ε10 : που έχει τα γνωρίσματα των αμοιβάδων: ~ κίνηση, κίνηση των λευκοκυττάρων του αίματος του ανθρώπου και των ζώων. || (ως ουσ.) τα αμοιβαδοειδή, τα πρωτόζωα της ομοταξίας των ριζοπόδων.

[λόγ. αμοιβαδ- (δες αμοιβάδα) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. amiboide (-ide = -ειδής)]

αμυγδαλοειδής -ής -ές [amiγδaloiδís] Ε10 : (λόγ.) που έχει σχήμα αμυγδάλου.

[λόγ. < ελνστ. ἀμυγδαλοειδής]

αμυλοειδής -ής -ές [amiloiδís] Ε10 : που έχει τη υφή του αμύλου. || (ως ουσ.) το αμυλοειδές, συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης των φυτών.

[λόγ. αμυλο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. amylacé]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες