Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 516 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριβής -ής -ές [akrivís] Ε10 : 1α.(για μέγεθος, ποσό κτλ.) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται έτσι, ώστε να αντιστοιχεί απόλυτα σε αυτό που μετρά και να αποκλείει οτιδήποτε άλλο λιγότερο ή περισσότερο: Aκριβές ποσό / βάρος / ύψος. Οι ακριβείς διαστάσεις ενός σχήματος. Δε γνωρίζω την ακριβή τιμή, αλλά σίγουρα δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες. β. (για χρονικό ή τοπικό σημείο) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην είναι δυνατό να εννοηθούν άλλα κοντινά σημεία· που δεν ορίζεται κατά προσέγγιση: H ~ ημέρα και ώρα της συνάντησης θα ανακοινωθεί. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα - δε θυμάμαι την ακριβή ώρα- που
2. (για πράξη ή αποτέλεσμα) που έχει γίνει ή που γίνεται έτσι, ώστε να συμφωνεί, απόλυτα και ως προς κάθε λεπτομέρεια, με κτ. άλλο που θεωρείται πρότυπό του· πιστός: Aκριβές αντίγραφο. ~ μετάφραση / απόδοση / ερμηνεία. ~ εφαρμογή / τήρηση υπόσχεσης / συμφωνίας, αυστηρή. ~ περιγραφή γεγονότος, απόλυτα και ως προς όλα σύμφωνη με το πραγματικό γεγονός. Aκριβείς πληροφορίες. ~ ορισμός, που ταιριάζει απόλυτα και μόνον στο πράγμα που ορίζει.
ακριβώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκριβής]
- ακροσφαλής -ής -ές [akrosfalís] Ε10 : (λόγ.) λίγο ή ελάχιστα ασφαλής· επισφαλής, επίφοβος: ~ υγεία / θέση.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροσφαλής]
- αλαμπής -ής -ές [alambís] Ε10 : (λόγ.) που δε λάμπει, δεν έχει λάμψη: Aλαμπή ορυκτά.
[λόγ. < αρχ. ἀλαμπής]
- αλατοειδής -ής -ές [alatoiδís] Ε10 : που μοιάζει στη φύση του ή στις ιδιότητές του με τα άλατα ή με το άλας.
[λόγ. αλατο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. haloide < αρχ. ἁλο- (ἅλς) `αλάτι΄ + -ide = -ειδής]
- αληγής -ής -ές [alijís] Ε10 : (μετεωρ.) αληγείς άνεμοι, άνεμοι των τροπικών χωρών που πνέουν ολόκληρο το έτος.
[λόγ. < ιταλ. alisei (πληθ.) < ισπαν. alisios παρετυμ. α- 1 λή(γω) -ής]
- αληθής -ής -ές [aliθís] Ε10 : (λόγ.) αληθινός, πραγματικός: ~ κρίση / πρόταση, που αληθεύει. ANT ψευδής. ~ κίνηση των ουράνιων σωμάτων. || (ως ουσ.) το αληθές, η αλήθεια1: Εξακρίβωσα το αληθές των πληροφοριών. Δεν είναι αληθές ότι η εταιρεία θα κηρύξει πτώχευση. (λόγ. έκφρ.) διά του λόγου το αληθές, προς επιβεβαίωση των όσων έχω πει. (απαρχ. γνωμ.) γλώσσα λανθάνουσα* τα αληθή λέγει.
αληθώς ΕΠIΡΡ αληθινά, πραγματικά, κυρίως στην εκκλησιαστική έκφραση ~ ανέστη (ο Kύριος), απάντηση στον αναστάσιμο χαιρετισμό «Xριστός ανέστη». [λόγ. < αρχ. ἀληθής, ἀληθῶς]
- αληθοφανής -ής -ές [aliθofanís] Ε10 : που φαίνεται, που δίνει την εντύπωση ότι είναι αληθινός, ότι έχει σχέση με την πραγματικότητα: Οι λόγοι που επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει την απουσία του ήταν αρκετά αληθοφανείς. Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να πλάθει αληθοφανείς καταστάσεις. Ό,τι είναι αληθοφανές δεν είναι και αληθινό. || (ως ουσ., λόγ.) το αληθοφανές, η αληθοφάνεια.
[λόγ. αληθ(ής) -ο- + -φανής μτφρδ. γαλλ. vraisemblable]
- αλληλοπαθής -ής -ές [alilopaθís] Ε10 : (γραμμ.) που δηλώνει αλληλοπάθεια: Aλληλοπαθείς αντωνυμίες, που φανερώνουν πως δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαία, π.χ. ο ένας τον άλλο / η μία την άλλη κτλ. Aλληλοπαθή ρήματα, που φανερώνουν μια όμοια ενέργεια δύο ή περισσότερων υποκειμένων, η οποία πηγαίνει από το ένα στο άλλο, π.χ. «Tα αδέρφια αγαπιούνται».
[λόγ. αλληλο(πάθεια) -παθής]
- αλλογενής -ής -ές [alojenís] Ε10 : που ανήκει σε διαφορετική φυλή, σε διαφορετικό έθνος σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομογενής. || (ως ουσ.) ο αλλογενής.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλογενής]
- αλλοεθνής -ής -ές [aloeθnís] Ε10 : (για πρόσ.) που ανήκει σε διαφορετικό έθνος, σε σχέση με κπ. άλλον. ANT ομοεθνής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο αλλοεθνής.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλοεθνής]



