Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε10 (συνεχής, συνεχής, συνεχές)
516 εγγραφές [121 - 130]
γερμανομαθής -ής -ές [jermanomaθís] Ε10 : που ξέρει γερμανικά, που είναι γνώστης της γερμανικής γλώσσας. || (ως ουσ.): Zητείται ~.

[λόγ. γερμανο- + -μαθής]

γηγενής -ής -ές [jijenís] Ε10 : που γεννήθηκε στον τόπο στον οποίο κατοικεί· (πρβ. αυτόχθονας, ιθαγενής, ντόπιος): Γηγενείς πληθυσμοί. || (ως ουσ.): Οι γηγενείς και οι πρόσφυγες.

[λόγ. < αρχ. γηγενής]

γλωσσομαθής -ής -ές [γlosomaθís] Ε10 : που γνωρίζει καλά αρκετές ξένες γλώσσες.

[λόγ. γλωσσο- + -μαθής]

γονυκλινής -ής -ές [γoniklinís] Ε10 : (λόγ.) γονατιστός, συνήθ. για στάση σεβασμού: Προσεύχεται ~.

[λόγ. < ελνστ. γονυκλινής]

γονυπετής -ής -ές [γonipetís] Ε10 : (λόγ.) γονατιστός, συνήθ. για στάση ικεσίας.

[λόγ. < αρχ. γονυπετής]

γραμμοειδής -ής -ές [γramoiδís] Ε10 : που έχει σχήμα γραμμής: ~ ρωγμή.

[λόγ. < ελνστ. γραμμοειδής (πρβ. αρχ. επίρρ. γραμμοειδῶς)]

δακτυλιοειδής -ής -ές [δaktilioiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα δακτυλίου.

[λόγ. δακτύλι(ος) -ο- + -ειδής μτφρδ. γαλλ. annulaire]

δασοσκεπής -ής -ές [δasoskepís] Ε10 : (λόγ.) που καλύπτεται από δάση· δασόφυτος.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -σκεπής]

δαφνοστεφής -ής -ές [δafnostefís] Ε10 : (λόγ.) δαφνοστεφανωμένος.

[λόγ. δάφν(η) -ο- + αρχ. -στεφής θ. του ρ. στέφω κατά το αρχ. χρυσοστεφής `με χρυσό στεφάνι΄ απόδ. λατ. laureatus (πρβ. ελνστ. φρ. στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ)]

δεκαετής -ής -ές [δekaetís] Ε10 : α. που διαρκεί δέκα χρόνια: ~ πόλεμος. β. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία δέκα ετών.

[λόγ. < αρχ. δεκαετής]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...52   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες