Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε1 (καλός, καλή, καλό)
4.501 εγγραφές [4451 - 4460]
ψευδός -ή -ό [psevδós] & τσευδός -ή -ό [tsevδós] Ε1 : (για πρόσ.) που ψευδίζει, που δυσκολεύεται στην άρθρωση ορισμένων συμφώνων· (πρβ. τραυλός): Είναι λίγο ~. || Ψευδά παιδιάστικα λογάκια. ψευδά & τσευδά ΕΠIΡΡ με δυσκολία στην άρθρωση συμφώνων: Mιλά κάπως ~.

[μσν. ψευδός < αρχ. ψευδ(ής) μεταπλ. -ός· μσν. τσευδός < ψευδός με τροπή [ps > ts] ]

ψηλαφητός -ή -ό [psilafitós] & ψηλαφιστός -ή -ό [psilafistós] Ε1 : που μπορούν να τον ψηλαφίσουν, να τον αντιληφθούν με την αφή. || (συνήθ. μτφ.): Ψηλαφητό σκοτάδι, πολύ πυκνό. ψηλαφητά & ψηλαφιστά ΕΠIΡΡ ψηλαφώντας, ψάχνοντας μόνο με την αφή, χωρίς την όραση: Aνέβηκε τη σκοτεινή σκάλα ~.

[λόγ. < ελνστ. ψηλαφητός· λόγ. ψηλαφισ- (ψηλαφίζω) -τός]

ψηλοκρεμαστός -ή -ό [psilokremastós] Ε1 : για ρίψη μπάλας προς τα πάνω και ψηλά, ώστε να πέσει κατακόρυφα: Έστειλε την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου με ψηλοκρεμαστό σουτ. Ψηλοκρεμαστή μπαλιά / πάσα. ψηλοκρεμαστά ΕΠIΡΡ.

[ψηλο- + κρεμαστός]

ψηλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.που έχει ύψος αρκετό ή μεγάλο σε σχέση με ένα άλλο που θεωρείται κανονικό ή συνηθισμένο· (πρβ. υψηλός): α. (για έμψ.) ANT κοντός: ~ άντρας. Ψηλή γυναίκα. Ψηλό παιδί. Ψηλό άλογο. Φαίνεται λίγο ψηλότερος, επειδή είναι πιο αδύνατος. β. (για άψ.) ANT χαμηλός: ~ τοίχος / φράκτης / πύργος. Ψηλό κτίριο / σπίτι / καμπαναριό / δέντρο / κυπαρίσσι / βουνό. Ψηλό τραπέζι / σκαμνί. Ψηλή καρέκλα. Ψη λό καπέλο. Ψηλά τακούνια. ΦΡ τα ψηλά καπέλα*. 2. που βρίσκεται σε σχετικά αρκετό ή μεγάλο ύψος από το έδαφος. ANT χαμηλός: Ψηλό ταβάνι. Tα ψηλά ράφια μιας βιβλιοθήκης. || που βρίσκεται σε σχετικά μεγάλο υψόμετρο: Ψηλά αλώνια. H ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. ΠAΡ Aπ΄ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ΄ τα πολλά στα λίγα*. ψηλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ: Ψηλούτσικο δεντρί. ψηλά* ΕΠIΡΡ.

[μσν. ψηλός (στη νέα σημ.) < αρχ. ὑψηλός `που βρίσκεται ψηλά, μεγαλόπρεπος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· ψηλ(ός) -ούτσικος]

ψητός -ή -ό [psitós] Ε1 : 1.(για φαγητό) που το παρασκευάζουν ή το έχουν παρασκευάσει με ψήσιμο· ψημένος: Ψητό κρέας / μοσχαράκι / κοτόπουλο / ψάρι. Ψητές πατάτες / πιπεριές. Πώς τα προτιμάτε τα ψάρια; ψητά ή τηγανητά; || (ως ουσ.) το ψητό, για ψητό κρέας: Παράγγειλε μια μερίδα ψητό με πατάτες. || (ως ουσ.) τα ψητά, για ψητά φαγητά: Ο γιατρός τού συνέστησε να αποφεύγει τα τηγανητά και να προτιμά τα ψητά. 2. (προφ., λαϊκ., ως ουσ.) το ψητό: α. το κύριο ή επίμαχο σημείο ενός θέματος, μιας υπόθεσης· ουσία: Άσε τα πολλά λόγια και προχώρα στο ψη τό. β. κέρδος, κυρίως οικονομικό· (πρβ. ψαχνό): Έχει πολύ ψητό η δουλειά.

[αρχ. ἑψητός `βραστός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ἕψω > ψήνω (η σημερ. σημ. μσν.)]

ψηφιακός -ή -ό [psifiakós] Ε1 : α.(για όργανο μέτρησης, συσκευή κτλ.) που εμφανίζει τις σχετικές με τη λειτουργία του ενδείξεις με ψηφία (αριθμούς ή γράμματα): Ψηφιακό ρολόι / χρονόμετρο. Ψηφιακές ενδείξεις. β. (ηλεκτρον.) που επεξεργάζεται τις πληροφορίες που του διοχετεύονται χρησιμοποιώντας αριθμητικά ψηφία ή ειδικά σήματα: Ψηφιακό τηλέφωνο.

[λόγ. ψηφί(ο) -ακός μτφρδ. αγγλ. digital]

ψηφιδωτός -ή -ό [psifiδotós] Ε1 : α.(για παράσταση, σχέδιο κτλ.) που τον έχουν φτιάξει με πολύ μικρές χρωματιστές πέτρες (ψηφίδες) κατάλληλα τοποθετημένες και συγκολλημένες επάνω σε μια επιφάνεια: Ψηφιδωτή εικόνα / διακόσμηση. Ο ~ διάκοσμος ενός βυζαντινού ναού. || που έχει ψηφιδωτή διακόσμηση: Ψηφιδωτό δάπεδο. β. (ως ουσ.) το ψηφιδωτό, ψηφιδωτή παράσταση, εικόνα, σχέδιο κτλ.· (πρβ. μωσαϊκό): Ρωμαϊκό / παλαιοχριστιανικό / βυζαντινό ψηφιδωτό. Θαυμάσιο / πολύτιμο ψηφιδωτό.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ωτός]

ψηφοθηρικός -ή -ό [psifoθirikós] Ε1 : που αποβλέπει σε ψηφοθηρία: Ψηφοθηρική πολιτική. Ψηφοθηρικά συνθήματα. Aπέφυγε να πάρει σα φή θέση στο ζήτημα, για λόγους ψηφοθηρικούς. Ψηφοθηρικές υποσχέσεις.

[λόγ. ψηφοθηρ(ία) -ικός]

ψιθυριστός -ή -ό [psiθiristós] Ε1 : που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλό φωνα: Ψιθυριστό τραγούδι. ψιθυριστά ΕΠIΡΡ με πολύ χαμηλή φωνή, που μόλις ακούγεται, ψιθυρίζοντας: Mην απαντάς, του είπε ~.

[ψιθυρισ- (ψιθυρίζω) -τός]

ψιλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.(για πράγμα) που η κάθετη τομή του έχει πολύ μικρή ή ελάχιστη διάμετρο, που έχει ελάχιστο ή καθόλου πάχος· λεπτός. ANT χοντρός: Ψιλή κλωστή. Ψιλό σκοινί / καλώδιο / σύρμα. ~ αλλά γερός σπάγγος. Ψιλή βέργα. Ψιλό κλαράκι. Ψιλή βελόνα. Ψιλά καρφιά. Ψιλά μακαρόνια. Ψιλό χαρτί / ύφασμα. Ψιλή κουβέρτα / φανέλα. Ψιλή φλούδα / λαμαρίνα. Kόβω το ψωμί σε πολλές ψιλές φέτες. || που αποτελείται από ψιλούς κόκκους: Ψιλό χώμα. Ψιλή άμμος. Ψιλή ζάχαρη. Ψιλό αλάτι. Ψιλή σκόνη. Ψιλή φακή. Ψιλά φασόλια. || Ψιλές σταγόνες βροχής. Ψιλή βροχή. || Ψιλό κόσκινο, με πολύ μικρές τρύπες. ΦΡ περνώ κπ. ή κτ. από ψιλό κόσκινο*. ψιλά γράμματα*. δένω κτ. σε ψιλό μαντίλι, παίρνω στα σοβαρά κτ. που ειπώθηκε ή κτ. που μου υποσχέθηκαν: Mια κουβέντα είπαμε κι αυτός την έδεσε σε ψιλό μαντίλι. ψιλή κουβέντα, κουβεντολόι: Στήσαμε / πιάσαμε ψιλή κουβέντα. (δουλεύω κπ.) ψιλό γαζί*. ψιλό παιχνίδι / χαρτί, για τυχερό παιχνίδι ή χαρτοπαιξία όπου δε διεκδικούνται πολλά χρήματα. ANT χοντρό. || Tον κούρεψαν με την ψιλή (μηχανή), σύρριζα. 2. (για ήχο και συνήθ. για φωνή) που έχει οξύ και διαπεραστικό τόνο αλλά, συνήθ., χαμηλή ένταση· λεπτός. ANT χοντρός. Ψιλή παιδική φωνή. 3α. (νομ.) ψιλή κυριότητα (περιουσίας, τίτλου κτλ.), κυριότητα χωρίς δικαίωμα επικαρπίας. ~ κύριος, που έχει την ψιλή κυριότητα πράγμα τος. β. (λόγ.) ΦΡ ψιλώ ονόματι, απλώς και μόνο κατ΄ όνομα, όχι κατ΄ ουσίαν. 4. (γραμμ.) α. (στην αρχ. γραμμ.) ψιλά σύμφωνα, τα κ, π, τ (σε αντιδιαστολή προς τα μέσα και τα δασέα). β. (ως ουσ.) η ψιλή*. 5. (ως ουσ.) α. (προφ., λαϊκ.) το ψιλό, για αόριστα μικρό χρηματικό ποσό, συνήθ. σε κέρματα, αλλά και σε χαρτονόμισμα· λεφτό· (πρβ. ψιλά): Δώσε κανένα ψιλό. β. τα ψιλά*. γ. (οικ.) το ψιλό, η ούρηση: Kάνω το ψιλό μου, ουρώ. || ΦΡ παίρνω κπ. στο ψιλό, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω: Mην τα πεις και πουθενά αλλού αυτά, γιατί θα σε πάρουν στο ψιλό. περνάω κτ. στα ψιλά, ιδίως για είδηση σε εφημερίδα, που δεν της δίνεται η απαιτούμενη προβολή. 6. (ως ουσ.) ο ψιλός, στην αρχαία Ελλάδα, ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης· (πρβ. οπλίτης2). ψιλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[1, 2: αρχ. ψιλός `γυμνός, σκέτος, αποψιλωμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 3α: λόγ. σημδ. γαλλ. nue-proprieté· 3β: κατά τη σημ. 3α· 4: λόγ. ελνστ. σημ.· 5: επέκτ. της σημ. 1· 6: λόγ. αρχ. σημ.· ψιλ(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   1... 444 445 [446] 447 448 ...451   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες