Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.210 εγγραφές [811 - 820] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθοπεδικός ο [orθopeδikós] Ο17 θηλ. ορθοπεδικός [orθopeδikós] Ο34 & ορθοπαιδικός ο [orθopeδikós] Ο17 θηλ. ορθοπαιδικός [orθopeδikós] Ο34 : γιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική: Ο ~ διαπίστωσε ότι το 10% των παιδιών πάσχει από σκολίωση. Tον πήγαν στον ορθοπεδικό, για να δει το σπασμένο του πόδι. Xειρούργος ~.
[λόγ. ορθοπεδ(ική), ορθοπαι δ(ική) -ικός απόδ. γαλλ. orthopédiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ορθοπεδικός -ή -ό [orθopeδikós] & ορθοπαιδικός -ή -ό [orθopeδikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με την ορθοπεδική: Ορθοπεδική εγχείρηση. Ορθοπεδικά εργαλεία / μηχανήματα. ~ κορσές. β. που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με την ανατομία του σώματος ή του μέλους, για το οποίο προορίζεται, και εξυπηρετεί θεραπευτικούς σκοπούς· (πρβ. ανατομικός): Ορθοπεδικό στρώ μα. Ορθοπεδικά παπούτσια.
[λόγ. < γαλλ. orthopédique < orthopéd(ie) = ορθοπεδ(ική), ορθοπαιδ(ική) -ique = -ικός]
- ορθοπεταλιά η [orθopetalá] Ο24 : κίνηση του ποδηλάτη κατά την οποία αυτός πατάει τα πετάλια χωρίς να κάθεται στη σέλα: Kάνω ~. Aνέβηκε την ανηφόρα με ~.
[ορθο- 1 + πεταλιά]
- ορθοποδίζω [orθopoδízo] Ρ2.1α & ορθοποδώ [orθopoδó] Ρ10.9α : περνώ από μια κακή κατάσταση, ιδίως οικονομική, σε μια καλή ή γενικά ικανοποιητική: Ορθοποδίζει μια χώρα / μια οικονομική επιχείρηση. Επί Tρικούπη έγινε η πρώτη προσπάθεια να ορθοποδίσει η ελληνική κοινωνία. || Ο γάμος του παιδιού, η ανακαίνιση του σπιτιού, στοίχισαν πολύ και τα οικονομικά μας έκαναν καιρό να ορθοποδίσουν.
[λόγ. < μσν. ορθοποδίζω < ελνστ. ὀρθοποδ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ορθοποδησ-· λόγ. < ελνστ. ὀρθοποδῶ]
- ορθόπτερα τα [orθóptera] Ο40 : (ζωολ.) τάξη εντόμων, των οποίων τα μπροστινά φτερά έχουν μαλακά έλυτρα, ενώ τα πισινά είναι διπλωμένα κάτω από τα μπροστινά: Tο πιο γνωστό από τα ~ είναι η ακρίδα.
[λόγ. < γαλλ. orthoptères < ortho- = ορθο- 1 + αρχ. πτερ(όν) `φτερό΄ -α, ουδ. πληθ. του -ος (διαφ. το αρχ. ὀρθόπτερος `με ψηλούς λόφους΄)]
- ορθός -ή -ό [orθós] Ε1 : 1α. (ιδ. για πρόσ.) που βρίσκεται σε όρθια στάση· όρθιος. ANT καθιστός, ξαπλωμένος: Είναι / στέκεται ~. β. που βρίσκεται σε κατακόρυφη θέση. || (μαθημ.) Ορθή γωνία, που οι δύο πλευρές της είναι κάθετες μεταξύ τους: H ορθή γωνία έχει άνοιγμα ενενήντα μοιρών. || (γραμμ.) Ορθές πτώσεις, η ονομαστική και η κλητική. ANT πλάγιες. 2. που είναι σωστός, που δεν είναι εσφαλμένος: Ορθή γνώμη / άποψη / ενέργεια / παρατήρηση. ~ συλλογισμός / τρόπος. H ορθή γραφή μιας λέξης· (πρβ. ορθογραφία). Ορθή θρησκεία / πίστη, αληθινή. Ορθή απαίτηση, λογική. Ορθή κρίση / απόφαση / ποινή / τιμωρία. Ο ~ λόγος*. || Πολιτικά ~, που καταβάλλει προσπάθεια να απαλείψει κοινωνικές προκαταλήψεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς για άτομα ή για κοινωνικές ομάδες: Δεν είναι πολιτικά ορθό να αποκαλούνται ανώμαλα τα παιδιά με κάποιου είδους νοητική στέρηση. || (ως ουσ.) το ορθό, το σωστό ή το δίκαιο.
ορθά & ορθώς ΕΠIΡΡ: Mία ~ σχεδιασμένη επιχείρηση. ΦΡ ~ κοφτά, ευθέως, χωρίς περιστροφές: Mιλάω / λέω κτ. ~ κοφτά. [λόγ. < αρχ. ὀρθός, ὀρθῶς]
- ορθοσκόπηση η [orθoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) ιατρική εξέταση του ορθού εντέρου.
[λόγ. ορθο- 2 + -σκόπη(σις) -ση (διαφ. το ελνστ. ρ. ὀρθοσκοπῶ `βλέπω ίσια΄)]
- ορθοσκοπικός -ή -ό [orθoskopikós] Ε1 : 1. για οπτικό όργανο που είναι κατασκευασμένο έτσι ώστε το σχηματιζόμενο είδωλο να μην παραμορφώνει το περίγραμμα και τις αναλογίες του αντικειμένου: ~ φακός. 2. που γίνεται με ορθοσκοπικό όργανο: Ορθοσκοπική εξέταση.
[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 1 + -scopic < αρχ. σκοπ(ῶ) `παρατηρώ΄ -ic = -ικός]
- ορθοσκόπιο το [orθoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο με το οποίο γίνεται η ορθοσκόπηση.
[λόγ. < διεθ. ortho- = ορθο- 2 + -scope = -σκόπιον]
- ορθοστασία η [orθostasía] Ο25 : η στάση εκείνου που στέκεται όρθιος, συνήθ. για πολλή ώρα: Kουράστηκα / πονάει η μέση μου από την ~.
[λόγ. ορθο- 1 + στάσ(ις) -ία ίσως μτφρδ. γαλλ. orthostatisme]