Combined Search
| 455 items total [221 - 230] | << First < Previous Next > Last >> |
- αλασμάριν το· ?(α)λισμάριν.
-
- Kέρδος, περιουσία:
- Περί των συντροφιών τάς πολεμούν οι άνθρωποι μεσόν τους, διά να δέσουν εις κανέναν ταξίδιν αλασμάριν (Aσσίζ. 8319).
[<αραβ. al-asmar (= καρποί, κέρδη)]
- Kέρδος, περιουσία:
- αλάσπωτα [aláspota] adv
- ① without a coat of plaster (syn χωρίς λάσπωμα, ant λασπωμένα)
- ② without muddying (syn χωρίς λέρωμα με λάσπη)
- ③ fig without maladroit or unethical handling of a matter, an undertaking etc
- ⓐ without moral sullying or degradation or dishonorable debasement (syn ακηλίδωτα)
[der of αλάσπωτος]
- αλάσπωτος -η -ο [aláspotos] Ε5 : α.που δεν τον έχει επιχρίσει κάποιος με λάσπη, κονίαμα: Ο τοίχος είναι ~ ακόμη. β. που δε λερώθηκε με λάσπη. ANT λασπωμένος: Aλάσπωτα παπούτσια. γ. (μτφ.) ασπίλωτος.
[α- 1 λασπώ(νω) -τος]
- αλάσπωτος, -η, -ο [aláspotos]
- ① unplastered (ant λασπωμένος):
- ο τοίχος είναι ακόμη ~
- ② not sullied w. mud, unmuddied:
- λερώθηκε; ναι, αλλά τα ρούχα του είναι αλάσπωτα
- ③ fig not handled maladroitly or immorally or not brought to ruination:
- δεν άφησε δουλειά αλάσπωτη
- ⓐ not disgraced, not dishonored on account of one's own acts, unstained, irreproachable, of people:
- από την πολιτική κανείς δε βγαίνει ~
- ④ not brought to a dreadful (esp financial) situation:
- στην οικονομική κρίση δεν έμειναν αλάσπωτοι πολλοί από τους χρηματιστές
[cpd w. *λασπωτός: λασπώνω; cf also ξε-λάσπωτος]
- ① unplastered (ant λασπωμένος):
- αλατάδικο [alatá∂iko] το, region.
- salt store (syn αλατοπωλείο)
[der of αλατάς]
- αλατάκι [alatáci] το, endear (w.
- untranslatable endearment or affectation) salt:
- βάζει τ'~, το πιπεράκι και τρώει μια χαρά |
- θέλεις λίγο ~ να σου βάλω;
[dimin of αλάτι]
- untranslatable endearment or affectation) salt:
- αλαταποθήκη [alatapoθíci] η,
- ① salt warehouse (syn L αποθήκη άλατος)
- ② salesroom of salt monopoly (syn L πρατήριο μονοπωλίου άλατος)
[cpd of άλας (stem αλατ-) & αποθήκη]
- αλαταριά η [alatarjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) το μέρος ή η τοποθεσία όπου οι βοσκοί ταΐζουν με αλάτι τα ζώα τους· αλατίστρα.
[αλάτ(ι) -αριά]
- αλαταριά [alatarjá] η,
- slab of stone on which salt mixed w. bran or some other foodstuff is placed by shepherds for their sheep and goats to feed on (syn αλατίστρα)
[fr MG *αλαταρέα, substantiv. f of adj *αλατάρις (i.e. αλαταρέα πλάκα), der of άλας or αλάτιν; the practice of feeding salt to the animals was already MG (11th-12th c.)]
- αλατάρμη [alatármi] η, region.
- salt-containing water, brine (syn in αλάρμη)
[fr MG *αλατάλμη, cpd of άλας & άλμη]



