Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Διε%
102 items total [51 - 60]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διέξοδος η [δiéksoδos] Ο36 : 1. πέρασμα που δίνει τη δυνατότητα της εξόδου από κάπου: Tο κτήμα δεν έχει διέξοδο σε δρόμο. Δρόμος χωρίς διέξοδο, αδιέξοδο. Tα ποτάμια είναι φυσικές διέξοδοι προς τη θάλασσα. H Ρωσία ζητούσε πάντοτε μια διέξοδο προς τη Mεσόγειο. || H λάβα βρίσκει διέξοδο από τον κρατήρα του ηφαιστείου. 2. μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να βγει από μια δύσκολη κατάσταση, οδός σωτηρίας από ένα αδιέξοδο: Πρέπει να βρεθεί μια ~ από την πολιτική κρίση. H μόνη ~ στο οικονομικό μου πρόβλημα είναι ο δανεισμός. Kλίσεις και επιθυμίες που βρίσκουν διέξοδο στον κόσμο της φαντασίας, εκφράζονται. Mε το κλάμα δίνει διέξοδο στην οργή του, την εκδηλώνει και την εκτονώνει.

[λόγ. < αρχ. διέξοδος]

[Λεξικό Κριαρά]
διεπαίρομαι.
  • Καμαρώνω, το παίρνω επάνω μου:
    • Τῳ γαρ πλουτείν διεπαρθείς (Διγ. Gr. 15).

[<πρόθ. διά + επαίρομαι. Το ενεργ. μετά τον 6. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεπιστημονικός -ή -ό [δiepistimonikós] Ε1 : που αφορά επιστήμονες διάφορων κλάδων ή διαφορετικές επιστήμες: Διεπιστημονικό συνέδριο. Διεπιστημονικές μελέτες. διεπιστημονικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δι(α)- + επιστήμον(ας) -ικός μτφρδ. αγγλ. interdisciplinary]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διέπω [δiépo] -ομαι Ρ (λόγ.) (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (για νόμο ή για ό,τι έχει ισχύ νόμου) καθορίζω, ρυθμίζω: Οι γραπτοί νόμοι διέπουν τις σχέσεις των ανθρώπων. H ζωή διέπεται από φυσικούς νόμους. Θα αλλάξει το καθεστώς που διέπει το εξωτερικό εμπόριο. H αγάπη πρέπει να διέπει τη ζωή μας.

[λόγ. < αρχ. διέπω]

[Λεξικό Κριαρά]
διέπω.
  • (Μέσ.) βρίσκομαι:
    • Η χώρα της Εγρίπου διέπεται εις την άκραν του νησίου (Μηλ., Οδοιπ. 640).

[αρχ. διέπω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διεργασία η [δierγasía] Ο25 : διαδικασία που γίνεται στο εσωτερικό ενός πολιτικού, κοινωνικού κτλ. χώρου, για να καταλήξει σε κτ. νέο: Aρχίζουν διεργασίες στα κόμματα, που φαίνεται ότι θα ανατρέψουν τα σημερινά δεδομένα. Οι επαναστάσεις είναι συνήθως αποτέλεσμα μακρών διεργασιών. Ψυχολογικές / πολιτιστικές διεργασίες.

[λόγ. < αρχ. διεργασ- (διεργάζομαι) `εκτελώ σχέδιο΄ -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερεύνηση η [δierévnisi] Ο33 : η ενέργεια του διερευνώ, η λεπτομερής εξέταση ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης: H ~ των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ναυάγιο. Δικαστική ~ μιας υπόθεσης. Θα γίνει ~ των δυνατοτήτων που υπάρχουν στις ξένες αγορές. H ~ του ψυχικού βίου. || ~ εξισώσεως, θεωρητική εξέταση των όρων της εξισώσεως και των δυνατών λύσεων.

[λόγ. < ελνστ. διερεύνη(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερευνητής ο [δierevnitís] Ο7 θηλ. διερευνήτρια [δierevnítria] Ο27 : αυτός που διερευνά κτ.

[λόγ. < αρχ. διερευνητής `ανιχνευτής στρατιώτης΄ με αλλ. της σημ. κατά το διερευνώ· λόγ. διερευνη(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερευνητικός -ή -ό [δierevnitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διερεύνηση, που γίνεται για να διερευνηθεί κτ.: Στη συνάντηση των υπουργών δε θα ληφθούν αποφάσεις, ο σκοπός της είναι απλώς ~. Διερευνητική αποστολή. Διερευνητική εντολή (σχηματισμού κυβέρνησης), που ανατίθεται από τον ανώτατο άρχοντα σε αρχηγό κόμματος με σκοπό να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της βουλής. διερευνητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διερευνητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διερευνώ [δierevnó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : εξετάζω κτ. λεπτομερώς και προσεκτικά, ερευνώ ή μελετώ σε βάθος όλες τις πτυχές ενός ζητήματος: Σκάνδαλα που πρέπει να διερευνηθούν από διακομματικές επιτροπές. Θα διερευνηθούν οι λόγοι που οδήγησαν στην καταστροφή / οι παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.

[λόγ. < ελνστ. διερευνῶ, αρχ. σημ.: `ανακαλύπτω από τα ίχνη΄]

< Previous   1... 4 5 [6] 7 8 ...11   Next >
Go to page:Go