Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωκεανολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεανολόγος ο [okeanolóγos] Ο18 θηλ. ωκεανολόγος [okeanolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην ωκεανολογία.

[λόγ. < γαλλ. océanologue < océano(logie) = ωκεανο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go