Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψωμοτύρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμοτύρι το [psomotíri] Ο44α : ψωμί και τυρί μαζί, ιδίως ως αποκλειστική τροφή: Φάγαμε λίγο ~ για κολατσιό. ΦΡ το ΄χω (για) ~ ή είναι το ~ μου, για πράξη, ενέργεια κτλ. που επαναλαμβάνεται με μεγάλη συχνό τητα και ευκολία: Tο ψέμα το ΄χει ~. H βρισιά είναι το ~ του.

[ψωμο- + τυρ(ί) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go