Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψωμοπάτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμοπάτης ο [psomopátis] Ο10, Ο11 : (λαϊκότρ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που δείχνει αγνωμοσύνη, αχαριστία προς τον ευερ γέτη του.

[ψωμο- + πατ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go