Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψοφοδεής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψοφοδεής -ής -ές [psofoδeís] Ε10 : (λόγ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που κυριεύεται εύκολα από υπερβολικό φόβο· δειλός, άτολμος.

[λόγ. < αρχ. ψοφοδεής (αρχ. ψόφος `θόρυβος΄, δες λ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go