Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρωστούμενα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωστούμενα τα [xrostúmena] Ο41 : (οικ.) χρηματικό ποσό που χρωστώ σε κπ.: Δε μου δίνει πίσω τα ~.

[χρωστ(ώ) -ούμενα, ουδ. πληθ. του -ούμενος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go