Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαμπουργκεράδικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμπουργκεράδικο το [xamburgeráδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα που πουλάει χάμπουργκερ.

[χάμπουργκερ -άδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go