Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαμηλοβλεπούσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμηλοβλεπούσα η [xamilovlepúsa] Ο25α : (παρωχ.) γυναίκα ή κοπέλα ντροπαλή, συνεσταλμένη. || (ειρ.) σεμνότυφη.

[χαμηλο- + βλέπ(ω) -ούσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go